Από το Γεροντικό
Ύστερα από δυο μέρες, φώναξε ο Αββάς Ποιμήν τον αδελφό και του λέγει, ενώ άκουε ο Αββάς Ανούβ: «Τι μου είπες προχθές; Γιατί είχα αλλού τον νου μου». Του λέγει ο αδελφός: «Είπα ότι σπέρνω το χωράφι μου και κάνω απ’ αυτό ελεημοσύνη». Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Νόμιζα ότι για τον αδελφό σου τον λαϊκό μίλησες. Αν όμως συ είσαι που κάνεις αυτό το έργο, δεν ταιριάζει σε μοναχό». Και εκείνος, ακούοντας, λυπήθηκε και είπε: «Άλλο έργο κανένα δεν ξέρω και δεν μπορώ να μην σπέρνω το χωράφι μου».
Όταν λοιπόν έφυγε εκείνος, έβαλε μετάνοια στον Αββά Ποιμένα ο Αββάς Ανούβ, λέγοντας: «Συγχώρησε με». Και του αποκρίνεται: «Κι εγώ από την αρχή ήξερα ότι δεν είναι έργο μοναχού, αλλά σύμφωνα με τον λογισμό του τού μίλησα και του έδωσα προθυμία στην προκοπή της αγάπης. Τώρα όμως έφυγε λυπημένος και πάλι το ίδιο θα κάνει».