Τον καιρό που τα παγωτά ήταν πιο φθηνά απ’ ότι σήμερα, ένα παιδάκι δέκα ετών μπήκε στο ζαχαροπλαστείο και κάθησε σ’ ένα τραπέζι. Η σερβιτόρα τον σέρβιρε μ’ένα ποτήρι νερό.
– Πόσο κάνει ένα παγωτό σοκολάτα και με αμύγδαλα από επάνω; τη ρώτησε το παιδί.
– Εξήντα δραχμές, απάντησε εκείνη.
Το παιδί έβγαλε από την τσέπη μία χούφτα νομίσματα και άρχισε να μετράει.
– Και πόσο κάνει χωρίς αμύγδαλα; Ρώτησε πάλι σχεδόν ντροπιασμένος.
Άλλοι πελάτες περίμεναν να δώσουν παραγγελία και η κοπέλα άρχισε να χάνει την υπομονή της.
– Σαράντα πέντε δραχμές, του είπε κάπως απότομα.
Το παιδί άρχισε να μετράει πάλι τα νομίσματα και είπε αποφασιστικά,
– Θέλω ένα παγωτό σοκολάτα χωρίς αμύγδαλα από επάνω.
Η σερβιτόρα του έφερε τη παραγγελία μαζί με την απόδειξη και έφυγε.
Το παιδί έφαγε το παγωτό, πλήρωσε στο ταμείο και έφυγε.
Όταν η σερβιτόρα ήρθε να μαζέψει κόμπιασε και τα μάτια της δάκρυσαν. Εκεί δίπλα από το άδειο πιατάκι και το ποτήρι με το νερό βρισκόνταν, όμορφα τακτοποιημένα, νομίσματα αξίας δεκαπέντε δραχμών. Ήταν το φιλοδώρημά της (συνεπώς το παιδί είχε χρήματα για να βάλει και αμύγδαλα από πάνω, αλλά δεν θα είχε να αφήσει κάτι και ούτε θύμωσε για την αγένεια…).
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος