Κάπου εκεί κοντά έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά, λοιπόν, που περνούσε μπροστά από το σπίτι της γυναίκας, την άκουγε να λέει «δόξα τω Θεώ. Ευχαριστώ, Κύριε». Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. «Πώς μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;» σκεφτόταν.
Μια μέρα, λοιπόν, όταν ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι «δόξα τω Θεώ», νευρίασε τόσο πολύ, που είπε στον υπηρέτη του: «Πήγαινε στο παντοπωλείο και γέμισε δυό τσάντες τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ’ αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει ποιος τα στέλλει, να της πεις ότι ο διάβολος τα στέλλει».
Έτσι, λοιπόν, έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέρα πήγε στο παντοπωλείο, γέμισε δύο τσάντες με τρόφιμα και τα πήγε στη γυναίκα αυτή. Έφτασε στο σπίτι της και χτύπησε την πόρτα. Εκείνη μόλις βγήκε έξω και αντίκρισε τις δύο τσάντες γεμάτε τρόφιμα, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ! Ευχαριστώ, Κύριε». Ο υπηρέτης τη ρώτησε ανυπόμονα:
– «Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα;».
– «Όχι, παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν θέλει ο Θεός και ο διάβολος τον υπηρετεί»!
και παίρνοντας τα τρόφιμα μπήκε μέσα ευχαριστημένη.
Ο υπηρέτης έμεινε κατάπληκτος. Το ίδιο ασφαλώς και το αφεντικό του.
Γεωργίου Δ. Κούβελα, Από το περιοδικό ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος