Dogma

Διήγηση περί ψυχικής σωτηρίας

Μας διηγήθηκε ένας από τους Αγίους και μεγάλους Πατέρες της ερήμου, ότι κάποια πλούσια γυναίκα πήγε σε κάποιον Γέροντα και ενάρετο Πνευματικό για να εξομολογηθή, και δεν μπόρεσε να πη τις αμαρτίες της γιατί ήσαν πολλές, μεγάλες και θανάσιμες, και επιστρέφουσα είδε στον δρόμο κάποιον μοναχό να κείτεται κάτω ασθενή και λεπρό.

Του λέει η γυναίκα: Θέλεις γέροντα να σε πάρω σπίτι μου, να σε φροντίσω και να σε υπηρετήσω όσο μπορώ εγώ η ανάξια; Μήπως και με αυτόν τον τρόπο ο Θεός παραβλέψει τις πολλές αμαρτίες μου. Αυτός είπε: Ναί, έρχομαι κυρία μου, ελέησέ με τον ταλαίπωρο και αμαρτωλό.

Αφού λοιπόν μπήκαν στο σπίτι της, του ετοίμασε δωμάτιο, του έστρωσε δωμάτιο, έστειλε τους υπηρέτες της στην αγορά και του έφεραν νέα καλογερικά ρούχα, τον έστειλε στο μπάνιο και αφού τον έλουσαν καλά, του φόρεσαν τα ρούχα και τον έβαλαν στο κρεβάτι. Κατά την διάρκεια όλων αυτών, η ίδια τον υπηρετούσε, του έχριε τις πληγές του με αλοιφές για να γιατρευθή, και με κάθε τρόπον και με ευχαρίστηση τον ανακούφιζε.

Όταν δε ήλθε η Αγία και Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που ο ιερέας άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο ότι: του Ιησού Χριστού γενομένου εν Βηθανία, εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρύτιμον… η γυναίκα πήρε μύρο και έπλυνε τα πόδια του λεπρού, καταφιλούσα αυτά και βρέχοντας τα με τα δάκρυά της και σκουπίζοντας τα με τις τρίχες της κεφαλής της και ταυτόχρονα του εξομολογούνταν όλες τις αμαρτίες της.

Αφού λοιπόν έγιναν αυτά, έγινε μεγάλος σεισμός, όχι όμως σε όλη την πόλη, αλλά μόνο στο σπίτι της, και ακούσθηκε φωνή να λέει: Γύναι, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου.

Όταν σταμάτησε η φωνή, σηκώθηκε ο καλόγερος υγιής, χωρίς να έχει καμία πληγή. Τότε και οι δύο δόξαζαν και έψαλλαν στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος ποιεί αυτά τα φοβερά και μεγάλα θαύματα. Η δε μακαρία γυναίκα, αφού έλαβε την συγχώρηση, πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της σε μετάνοια.

Από το Γεροντικό