Dogma

Δίπλα στον φτωχό Ιησού, τον παντοτινά πλούσιο

Στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας

Κοιτάζοντας τον αγώνα της επιβιώσεως στον οποίο όλοι επιδινόμαστε, δεν βλέπω αυτούς που είναι πλουσιώτεροι από εμένα, αλλά αυτούς που είναι φτωχότεροι. Δεν με ενδιαφέρουν οι πλούσιοι, ούτε ο τρόπος που απέκτησαν τα πλούτη τους. Και αυτοί, όπως και εγώ, θα λογοδοτήσουμε μια μέρα στον Δίκαιο Κριτή. Βλέπω, όμως, τους φτωχότερους, κι  έτσι νοιώθω την μεγάλη μάζα που κινείται γύρω μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Μπροστά τους νοιώθω πλούσιος, γιατί επιτρέπει ο Θεός μας να μην στερούμαι των αναγκαίων, να έχω καλύτερη υγεία από πολλούς από αυτούς, να έχω στέγη και θέρμανση.

Στα πρόσωπα των φτωχών συνανθρώπων μου που με περιβάλλουν, βλέπω το πρόσωπο του Χριστού μας, ο οποίος «πτωχείαν ηγάπησε», άρα και εγώ τους φτωχούς οφείλω να σκέπτομαι κάθε ώρα και στιγμή της ζωής μου, αν θέλω να λέγομαι πραγματικός χριστιανός και να μην ακούσω τον Χριστό μου να μου λέει όπως στον Ιούδα: «Ει πλούτον ηγάπας τι τω περί πτωχείας διδάσκοντι εφοίτας»;

Έτσι, κάθε φορά που πηγαίνω στην αγορά για ψώνια, αισθάνομαι να με κυριεύει μια ανεξήγητη θλίψη. Βλέπω γύρω μου τους άλλους να αγοράζουν αυτά που νομίζουν απαραίτητα, κι ας είναι περιττά, και συλλογιέμαι. Αν αγαπούσαμε πραγματικά τους άλλους δεν θα φροντίζαμε τόσο πολύ μόνο τον εαυτό μας. Όταν αγοράζω όσα έχω καταγράψει που λείπουν από το νοικοκυριό μας, σφίγγεται η καρδιά μου, γνωρίζοντας ότι αυτά πολλοί θα τα επιθυμούσαν, αλλά δεν έχουν την δυνατότητα να τα αποκτήσουν.

Νοιώθω φοβερά ευεργετημένος από τον Θεό μας που μου δίνει αυτήν την ευχέρεια! Πόσοι άλλοι θα ήθελαν και δεν μπορούν; Πόσοι ανήμποροι, άνεργοι, μεροκαματιάρηδες έχουν την δυνατότητα να ψωνίζουν έστω και τα λίγα που προσπαθώ κι εγώ να ψωνίσω; Και αν πάμε και λίγο μακρύτερα, πόσοι συνάνθρωποί μας πεθαίνουν από πείνα, από έλλειψη φαρμάκων, ιατρικής φροντίδας, στέγης; Με τις σκέψεις αυτές κάθε τι που βάζω στο καλάθι μου μού προκαλεί άλγος. Ποιος είμαι εγώ που έχω αυτή την δυνατότητα που πολλοί άλλοι την στερούνται; Πώς μπορώ να λέγομαι χριστιανός και να μεριμνώ για αγορές αγαθών και αντικειμένων που πολλοί θα ζήλευαν; Πού είναι τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα μου, η αλληλεγγύη μου, η συμπόνοια μου, η έμπρακτη και ενεργή αγάπη μου;

Ακούω το Θεό μου να με επιπλήττει λέγοντας: «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6,8) «αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών»  (Λουκ. γ’ 14) να αρκείσε στον μισθό σου.

Να γιατί θλίβομαι κάθε φορά που βρίσκομαι στην αγορά. Νοιώθω μπροστά μου τον πτωχό μου Ιησού, Αυτόν που δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η΄ 20) να τον περιπαίζω με την αγοραστική συμπεριφορά μου. Σκέφτομαι αυτό που λένε, ότι φτωχός δεν είναι αυτός που στερείται χρημάτων και υλικών αγαθών, αλλά αυτός που δεν αξιολογεί τις ανάγκες του, αυτός που έχει υπέρμετρες απαιτήσεις, αυτός που δεν αρκείται σ’ αυτά που έχει, αλλά επιζητεί κάθε ημέρα και περισσότερα, αυτός που δεν βλέπει πόσα αγαθά του έχει χαρίσει ο Θεός, αλλά πόσα του λείπουν, τις περισσότερες φορές όχι για ικανοποίηση άμεσων αναγκών, αλλά για να φαίνεται ανώτερος των άλλων. Φτωχός επίσης είναι αυτός που αφήνεται να παρασύρεται από τις διαφημίσεις που προβάλλουν άχρηστα τις περισσότερες φορές πράγματα με σκοπό να μας υφαρπάσσουν τις οικονομίες και ζητάει να αποκτήσει όσα αυτές του προβάλλουν για δήθεν ανετώτερη ζωή!

Πώς μπορώ στην ζωή μου να μην νοιώθω θλίψη για τους νέους μας που τους στερούμε την δυνατότητα εργασίας και τους κόβουμε τα φτερά, για να πετάξουν στον ουρανό της δημιουργίας και της προόδου; Αυτούς που τους δώσαμε την παιδεία και την γνώση με στερήσεις, έξοδα, κόπους και δικούς μας και δικούς τους, αλλά δεν του δίνουμε την ευκαιρία να την αξιοποιήσουν;

Πώς μπορώ να μην νοιώθω θλίψη όταν κάθομαι και απολαμβάνω την οποιαδήποτε ζέστη και θαλπωρή του σπιτιού μου, όταν οι άλλοι είναι άστεγοι και χειμάζονται από τους καύσωνες του καλοκαιριού κα]ι τις παγωνιές του χειμώνος;

Πώς μπορώ να απολαμβάνω το ζεστό μου πρωινό, όταν στα νοσοκομεία στοιβάζονται οι ασθενείς, στα γηροκομεία οι απόστρατοι της ζωής ζητούν ένα γέλιο, μια συντροφία, στις φυλακές δεν έχουν κουβέρτα να τυλιχτούν ή ένα βλέμμα κατανοήσεως και συγχωρήσεως από την άδικη γενικά κοινωνία μας;

Πώς μπορώ να προσεύχομαι με κατάνυξη όταν στην διπλανή μου πόρτα υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν, υπερήλικες που δεν έχουν κάποιον να τους κρατήσει συντροφιά, να τους προσφέρει λίγο χρόνο αγάπης, να τους φέρει λίγο φρέσκο ψωμό. Όταν υπάρχουν ασθενείς που δεν έχουν να αγοράσουν φάρμακα, ακόμη και αν έχουν κάποιες οικονομίες φυλαγμένες για αυτά, δεν έχουν διάκονο αγάπης να πάει να τους τα αγοράσει;

Μόνον όταν αναλογίζομαι ότι αύριο εγώ μπορεί να είμαι στη θέση αυτών που σήμερα υποφέρουν και ότι η ζωή μου τελειώνει σύντομα και δεν έχω αποταμιεύσει ικανή αγάπη στον ουρανό, τότε μόνο καταβάλλω προσπάθειες θεάρεστες και ηρεμώ και χαίρομαι την χαρά της προσφοράς και της συμπόνοιας που όμοιά της δεν βρίσκεις πουθενά, παρά μόνο δίπλα στον φτωχό Ιησού τον παντοτινά πλούσιο. Ο προβληματισμός μου παύει μόνο με τις εκδηλώσεις αγάπης, που δεν περιορίζονται σε χρόνο και τόπο, αλλά είναι διαρκείς, όσο ο Θεός επιτρέπει να ζω και να αναπνέω.