Εκκλησία και πολιτική
Τα μέλη της Εκκλησίας είναι φυσικό να ενδιαφέρονται για την πολιτική ζωή και να φροντίζουν για την αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων της, είτε ως απλοί πολίτες είτε ως εκπρόσωποι και διαχειριστές των κρατικών εξουσιών. Άλλωστε και η αδιαφορία για την πολιτική αποτελεί κάποια μορφή πολιτικής τοποθετήσεως.
Η αποφυγή ασκήσεως της πολιτικής εξουσίας από τους αξίους αφήνει την διαχείρισή της στους φαύλους. Και όταν οι φαύλοι δεν είναι μόνο μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και ευρύτερα κυκλώματα ή όργανα σκοτεινών δυνάμεων, που συνήθως υπερβαίνουν τα όρια των εθνικών κρατών και ενεργούν ανεξέλεγκτα, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Ιδιαίτερα στην εποχή μας η εμπειρία αυτή έγινε πολύ οδυνηρή. Από την άλλη πλευρά η ανάμιξη των αξίων στην πολιτική με την σημερινή απαξίωσή της γίνεται προβληματική, ενώ η σύσταση χριστιανικών κομμάτων ή πολύ περισσότερο η σύνδεση της Εκκλησίας με πολιτικούς σχηματισμούς δεν μπορεί θεολογικά να δικαιολογηθεί.
Η Εκκλησία συνδέεται διαχρονικά με την παράδοση της κοινωνίας του πληρώματός της. Έτσι έχει εκ των πραγμάτων και την πολιτική της διάσταση, που γίνεται ακόμα πιο σημαντική και πιο επίκαιρη μέσα στην διαδικασία της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως. Άλλωστε και η μακροβιότερη κυβέρνηση ή πολιτική παράταξη σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου έχει συντριπτικά μικρότερο παρελθόν από αυτό που διαθέτει η Εκκλησία στην ιστορία της. Το πρόβλημα βέβαια εδώ είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται με την πολιτική. Και η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού από την πλευρά της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι πολιτική αλλά θεολογική, ή ακριβέστερα ποιμαντική.
Ο Χριστιανισμός δεν περιφρονεί την πολιτική, αλλά και δεν μπορεί να συσχηματίζεται με αυτήν. Η τοποθέτησή του απέναντι στην πολιτική ορίζεται και από τον χώρο που αναγνωρίζει σε αυτήν: «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22:21). Η αρχή αυτή έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα όχι μόνο για τη θρησκευτική αλλά και για την πολιτική ζωή. Η παρουσία της Εκκλησίας έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την πολιτική ζωή, γιατί εμποδίζει το κράτος να παραβιάζει τον κοσμικό χαρακτήρα του και να γίνεται ολοκληρωτικό. Αυτό βέβαια απαιτεί αντίστοιχα και από την Εκκλησία να μην παραβιάζει την δική της αρχή και να καθίσταται πολιτική εξουσία.
Αυτό βεβαίως δεν εμποδίζει τα μέλη της Εκκλησίας να κατέρχονται στην πολιτική και να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα. Αλλά και πάντοτε η Εκκλησία δεν αδιαφορεί για την πολιτική. Ιδίως μάλιστα μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της συναλληλίας της με το κράτος οφείλει να συνεργεί στην πολιτική ζωή και με την θεσμική της παρουσία να εκφέρει, όταν υπάρχει ανάγκη, πολιτικό λόγο. Και ο λόγος της αυτός γίνεται ουσιαστικός και δραστικός, όταν εκφέρεται ως λόγος διακονικός και όχι εξουσιαστικός· ως λόγος αληθείας και δικαιοσύνης, ανεξάρτητος από πολιτικές υστεροβουλίες και σκοπιμότητες.
Η Εκκλησία είναι «ενώσεως και συμφωνίας όνομα» (1). Σκοπός της είναι να προσεγγίζει τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα πέρα από τις πολιτικές και κομματικές του διαιρέσεις. Όσο η Εκκλησία διατηρεί την ταυτότητά της, δεν μερίζεται ούτε μερίζει, αλλά ενοποιεί και ανακαινίζει. Γι’ αυτό η αποστολή της και σε καθαρώς κοινωνικό επίπεδο είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Διανοίγει στην κοινωνία και τα μέλη της τον χώρο της καταλλαγής και της συνεργασίας, καθιστώντας δυνατή μία ουσιαστικότερη και διαρκέστερη επανάσταση· την δημιουργική επανάσταση του πνεύματος.
Τα κόμματα προϋποθέτουν διαιρέσεις. Οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, όσο και αν εμπνέεται από το πνεύμα του Χριστιανισμού, δεν μπορεί να διεκδικεί το χριστιανικό όνομα, φορέας του οποίου είναι η Εκκλησία. Αλλά και αυτή δεν μπορεί να ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία ή να γίνεται όργανό της, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση προς την φύση και την αποστολή της.
Ο νεοφιλευθερισμός, που χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία της παγκοσμιοποιήσεως και αποτελεί μετανεωτερική μετεξέλιξη του καπιταλισμού, δεν έπαυσε και στην μετεξέλιξή του να διατηρεί το «πνεύμα του καπιταλισμού». Το πνεύμα όμως του νεοφιλελευθερισμού, που είναι πνεύμα άκρατου ατομισμού, έρχεται σε αντίθεση προς το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Εδώ βρίσκεται και μία μόνιμη αιτία δυσαρμονίας των ορθοδόξων λαών με τους λαούς του δυτικού κόσμου και κυρίως του προτεσταντικού.
Το πνεύμα των ορθοδόξων λαών δεν εναρμονίζεται με το ατομοκρατικό δυτικό πνεύμα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμβάδιζε διαχρονικά με τον κοινοτισμό που επικρατούσε στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, ενώ με την σύμπραξή της αναπτύχθηκε ο πολύμορφος και πολύπλευρος κοινοτισμός του απόδημου Ελληνισμού.
Το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας δεν εκφράζεται με τον κολλεκτιβισμό αλλά με την ομοψυχία, που αποτυπώθηκε με τον πληρέστερο τρόπο στο πρωτοχριστιανικό κοινόβιο (Πράξ. 2:44 κ.ε.) και επιβιώνει στα κοινόβια των μοναστηριών. Το πνεύμα αυτό δεν καλλιεργείται με την αναφορά σε κάποιον εξωτερικό σκοπό ή με την επιδίωξη κάποιας αντικειμενικής ωφέλειας, αλλά βιώνεται σε επίπεδο κοινωνίας προσώπων ως αυτοσκοπός. Ο κολλεκτιβισμός δεν δημιουργεί ομοψυχία, αλλά αποτελεί μία διαφορετική μορφή ατομισμού.
Στην εποχή μας μέσα στο κλίμα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιήσεως το λεγόμενο κράτος δικαίου, όπως και το κράτος προνοίας, αποδυναμώνονται μέχρις αφανισμού. Η ύπαρξη υπερεθνικών κέντρων, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία, την πληροφόρηση, τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τις πολιτικές και λοιπές εξελίξεις, μειώνει τη σπουδαιότητα των εθνικών κρατών και των κυβερνήσεών τους. Αποδυναμώνονται τα εθνικά κράτη, αφαιρούνται εθνικά δικαιώματα, δεσμεύονται νευραλγικές κρατικές αρμοδιότητες και προωθείται η ομογενοποίηση και ο εκλεπτυσμένος ή ο απροκάλυπτος ολοκληρωτισμός. Τα μέσα του κράτους κατά την άσκηση της οποιασδήποτε κοινωνικής ή άλλης πολιτικής περιορίζονται ή και εκμηδενίζονται. Έτσι αποδεικνύεται όλο και περισσότερο η αδυναμία του να βοηθήσει την κοινωνία και τους πολίτες του.
Από την άλλη πλευρά ζωτικά προβλήματα των πολιτών που συνδέονται με την διαβίωση ή και την επιβίωσή τους, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η εργασία, η κοινωνική ασφάλεια, το περιβάλλον, όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά και διογκώνονται. Γίνεται όμως φανερό ότι οι εξελίξεις αυτές μακροχρόνια είναι διαλυτικές για το σύνολο της κοινωνίας και καταστροφικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έτσι η χίμαιρα της παγκοσμιοποιήσεως φέρνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας την αναζήτηση της παγκοσμιότητας, που επαγγέλλεται η Ορθοδοξία.
Η παγκοσμιότητα αυτή δεν έχει κολλεκτιβιστικό αλλά προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Δεν θυσιάζει το πρόσωπο στην κοινωνία, αλλά βλέπει στο κάθε πρόσωπο ολόκληρη την κοινωνία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, που κατορθώνεται με την απεριόριστη διάνοιξη του προσώπου στην οριζόντια και την κατακόρυφη κοινωνικότητα, διαφοροποιεί την ορθόδοξη θέση από την πρόταση κάθε κοινοτικού πολιτικού συστήματος.
Από εδώ μπορεί να προέλθει μία όντως προοδευτική και δημιουργική πνοή στην πολιτική, που θα εκφράζει το «πνεύμα της Ορθοδοξίας»· στην πολιτική, που θα παύσει να περιφρονεί ή και να καταπολεμεί ως αντιδραστική την Ορθοδοξία, αλλά θα προσεγγίζει και θα κατανοεί, ως ένα τουλάχιστο βαθμό, το κοινοβιακό της πνεύμα. Η μετανεωτερικότητα με το τέλος των ιδεολογιών πρέπει μάλλον να διευκολύνει ένα τέτοιο εγχείρημα.
(1) Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α’ Κορινθίους 1,1, PG 61, 13.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 427. (αποσπάσματα).