Πρώτο, ότι ζήτησε μία φορά από τον άγιο Δαβίδ να του εμφανισθή όχι όπως είναι, αλλά με την μορφή κάποιου γνωστού μοναχού, όπως και συνέβη. Ο άγιος Δαβίδ του εμφανίσθηκε με την μορφή μοναχού από το Μοναστήρι. Αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να σου εμφανισθή ένας Άγιος με γνωστή σου μορφή· και δεύτερο, όταν εκτελώντας εντολή του πατέρα του, προτού γίνη μοναχός, πήγε να ποτίση το χωράφι τους την ημέρα που είχαν δικαίωμα για ύδρευση, και αναγκάσθηκε να σταματήση την ύδρευση από το χωράφι του γείτονα, που παρανόμως είχε ενεργήσει. Μόλις ο γείτονας το αντιλήφθηκε, άρχισε να τον βρίζη, και αυτός σε κάθε βρισιά απαντούσε: «Σ’ ευχαριστώ, μπάρμπα-Γιώργη».
Τα δύο αυτά σημεία, κατά κάποιο τρόπο, έχουν σχέση με την επόμενη εμπειρία μου:
Διάφορες μαρτυρίες ανθρώπων ανέφεραν ότι ο Γέροντας μετά την κοίμησή του εμφανίσθηκε σε ανθρώπους. Εγώ, ακούγοντας όλες αυτές τις μαρτυρίες, με το θάρρος της γνωριμίας, του ζήτησα να εμφανισθή και σε εμένα και πίστευα ότι θα το πραγματοποιήση. Την 30ή Δεκεμβρίου του 1992 είχα προγραμματίσει να ταξιδέψω για το Αγρίνιο, από όπου κατάγομαι. Στην Ομόνοια, ανεβαίνοντας τις σκάλες, συνάντησα μία ηλικιωμένη ζητιάνα, αλλά, επειδή ήμουν βιαστικός για να προλάβω το λεωφορείο του ΚΤΕΛ στον Κηφισό, που θα αναχωρούσε την 4η απογευματινή ώρα, την απέφυγα, πράγμα για το οποίο μετάνοιωσα αργότερα. Όταν έφθασα στο ΚΤΕΛ, αναζητούσα ζητιάνο για να δώσω το κέρμα των 100 δρχ. που στέρησα από την ζητιάνα, πλην όμως δεν έβλεπα κανέναν, και ενώ το δρομολόγιο ήταν προγραμματισμένο για τις 4:00, το λεωφορείο δεν είχε έλθει ακόμη από το Αγρίνιο· είχε καθυστέρηση.
Στις 4 η ώρα και είκοσι πέντε λεπτά ξαφνικά βλέπω σε απόσταση περίπου 300 μ. από το σημείο που βρισκόμουν, ένα ζητιάνο να απλώνη το χέρι του ανάμεσα σε μία παρέα από τέσσερα άτομα, η οποία συνέχιζε να συζητά, σαν να μην είχε συμβή τίποτε. Αυτό μου έκανε εντύπωση και διερωτήθηκα εάν δεν τον είδαν. Κατόπιν, βλέπω τον ζητιάνο να έρχεται προς το μέρος μου, παρακάμπτοντας όλους τους άλλους ανθρώπους. Παρατηρώντας τον, μου θύμιζε πολύ τον άνδρα της μακαρίτισσας της αδελφής μου, αλλά είχε και το αέρινο βάδισμα του μακαριστού Γέροντα.
Με πλησίασε από τα πλάγια και μου άπλωσε το χέρι του. Τότε είδα κάτι, που μου έκανε εντύπωση. Τα κέρματα που κρατούσε ήταν τοποθετημένα σαν σε ευθεία γραμμή και κατά αξία. Τα κέρματα ήταν αξίας 20, 10 και 5 δρχ. Όταν του έδωσα το κέρμα των 100 δρχ., παρέμεινε δίπλα μου και καθυστερούσε να φύγη. Γύρισα διακριτικά προς το μέρος του για να δω, γιατί καθυστερεί. Παρατήρησα τότε ότι είχε πάρει την μορφή του μακαριστού Γέροντα. Έδειχνε σαν να περιεργάζεται το κέρμα που του έδωσα, γύρισε με κοίταξε και μου είπε: «Σ’ ευχαριστώ, μπάρμπα-Γιώργη».
Εγώ τότε θεώρησα ότι πέτυχε το όνομά μου στην τύχη και δεν κατάλαβα τι στην πραγματικότητα είχε συμβή. Αισθάνθηκα παρά ταύτα μία γαλήνη που με συνόδευε καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Την άλλη ημέρα αντιλήφθηκα και ερμήνευσα τι όντως είχα ζήσει.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 298. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.