Επίσκεψη στον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη
Δύο χρόνια πριν την κοίμηση του Γέροντος Ιακώβου – διηγείται ανώνυμος – πήγαμε με το αυτοκίνητο του κυρ-Θανάση, την γυναίκα του, το παιδί τους που ήταν βαρειά άρρωστο, τον αδελφό μου και με έναν κληρικό.
Είχε δη το παιδί τους ο άγιος Παΐσιος και τους είχε πη τότε, «να τον πάτε στον γέροντα Ιάκωβο στην Εύβοια». Είχαμε πάρει τηλέφωνο, φτάσαμε στο Μοναστήρι λίγο πριν νυχτώση, γιατί είχε χιονίσει. Εκεί μας περίμενε ο γέροντας Ιάκωβος στο αρχονταρίκι, κοντά στο αναμμένο τζάκι, και ήταν και ο π. Κύριλλος δίπλα και είχαν έναν μοναχό ακόμα στο Μοναστήρι.
Το παιδί αυτό ήταν πολύ προβληματικό, δεν μπορούσε να σταθή ήρεμο, έκανε επιθέσεις, πολλές ζημιές και καμμιά φορά κινδύνευαν οι άνθρωποι από την συμπεριφορά του που ήταν ανεξέλεγκτη. Το καϋμένο ήταν 13-14 χρόνων τότε, και δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να το βοηθήσουν, ούτε γιατρός, ούτε νοσοκομείο, ούτε Γεροντάδες, και είχαν την ελπίδα οι γονείς να το βοηθήση ο γέροντας Ιάκωβος.
Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, το παιδί άρχισε να τρέχη, να κάνη άστατα πράγματα· ο πατέρας του φοβήθηκε πολύ να μην χτυπήση κανέναν. Μπήκαμε στο αρχονταρίκι, εκεί ο πατέρας του έτρεχε ο καϋμένος από πίσω με πολλή λαχτάρα να το πιάση, όμως δεν το πρόφταινε ο πατέρας του και αυτό προχώρησε προς τον Γέροντα που καθότανε στο βάθος του αρχονταρικιού, δίπλα στο τζάκι.
Σηκώθηκε ο γέροντας Ιάκωβος, βλέποντας αυτήν την κατάσταση και κάνει με τα χέρια νόημα στον πατέρα να το αφήση ελεύθερο. Προχώρησε το παιδί με γρήγορα βήματα προς τον γέροντα Ιάκωβο και αφού έφτασε εκεί δίπλα του, σήκωσε τα χέρια και, αντί να τον χτυπήση ή να του κάνη καμμιά ζημιά, άρχισε να του χαϊδεύη τα γένεια. Τα χάϊδευε, τα χάϊδευε, σαν να χαϊδεύη ένα μικρό μωρό, ενώ το παιδί δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να πη ούτε μια κουβέντα. Μετά κάθησε ο Γέροντας στην καρέκλα, κάθησε και το παιδί αυτό στα πόδια του και αγκάλιασε τα πόδια του Γέροντα. Επί 2,5 ώρες μας μιλούσε ο Γέροντας και αυτό το παιδί ακίνητο, ενώ ποτέ δεν το βλέπαμε ακίνητο, και είχε τα πόδια του γέροντα Ιακώβου αγκαλιασμένα με τα δύο του χέρια.
Αφού μας μίλησε σε όλους εκεί μέσα, εμένα δεν με μίλησε καθόλου, αλλά ούτε και με κοίταξε. Εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα και είχα μέσα μου ένα παράπονο, που δεν μου μιλούσε ο Γέροντας και έλεγα: «Γιατί δεν αναφέρεται σε μένα καθόλου; γιατί δεν με κοιτάζει; γιατί δεν μου μιλάει;». Εγώ τότε ήμουν 20 χρονών, είχα πολύ λίγα γένεια, είχα αδυνατίσει και φορούσα ένα παλτό μακρύ επειδή χιόνιζε και είχε κρύο. Έκανα υπομονή, άκουγα τον Γέροντα με πολλή ευλάβεια, φαινόταν άγιος άνθρωπος με μία λεπτότητα και σε κάθε δυο-τρεις κουβέντες έλεγε “με συγχωρείτε” παρ’ όλο που δεν έλεγε κάτι πέρα από πνευματικό. Αγάπη πολλή φαινόταν στα μάτια του και στην συμπεριφορά του.
Και αφού είπε ότι «αύριο θα έχωμε ακολουθία, ας πάμε να ξεκουραστήτε, να σας δώσω δωμάτια», σηκωθήκαμε όλοι, τότε εγώ πλησιάζω πιο πολύ τον Γέροντα για να πάρω την ευχή του και με μια αγωνία με κοιτούσε με τα μάτια του τα ντροπαλά και μου λέει: «Και εσύ, δεσποινίς μου, από πού είσαι;». Τότε εγώ κατάλαβα την αγιότητα του Γέροντα, την ευαισθησία του και την λεπτότητά του, ώστε για 2,5 ώρες να μην μου μιλάη, ούτε να με κοιτάζη, γιατί με πέρασε για νέα κοπέλλα. Τέτοιο βλέμμα και τέτοια αγιότητα και καθαρότητα είχε, που όταν έβλεπε ένα πρόσωπο που είχε μια ανθρώπινη ομορφιά δεν το κοιτούσε. Και μένα δεν μου μίλησε, διότι με πέρασε για κοπέλλα.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 273. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.