Μιά αμάχη αέναη!
Η πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, μάχη εκκωφαντικής σιγής, αρχέγονη πάλη,
τάχα της γης οι περιστροφές να ‘ναι ,
ανατολές που η μεγαλοσύνη τους κόβει την αναπνοή ή μήπως ηλιοβασιλέματα που την μαγεία τους διστάζει η πέννα να καταπιαστεί με λέξεις να τα περιγράψει.
Α! είναι αδυσώπητη αυτή η μάχη,
πηχτό σκοτάδι τις ασέληνες βραδιές,
κι είναι τα έργα τα καταχθόνια του σκότους, πίσσα το σκότος, κατάμαυρες κι οι καρδιές, το φως και η μαυρίλα,
της μέρας και της νύχτας,
της ζωής και της ψυχής,
οι κατηγορίες μιάς πορείας που άρχισε από τότες που ο άνθρωπος νόησε τον εαυτό του;
οι φιλοσοφικές διαστάσεις κι οι θεολογικές,
ανατολές και μεσάνυχτα της ψυχής,
μαύρισε, σου λέει ο λαός, η ψυχή μου,
πίκρισε το στόμα μου,
κι ούτε ένα αστέρι στον ουρανό, κι ούτε
λιγοστό φως στα σωθικά,
και τανάπαλιν, λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, αμείλικτος ο πόλεμος, υπαρξιακός, θαμπώνεται ο νους κάθε πρωί, αγάλλονται οι οφθαλμοί στη θέα του ήλιου που ανατέλλει, θαρρείς να ξανασμιλεύεται
εν βραχεί ο κόσμος,
αγάλλονται όσοι οφθαλμοί ορούν, αφού τινές, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται,
αμάχη αρχέγονη, στην ψυχή τ’ ανθρώπου,
αμάχη και φόβος, αμάχη κι αγωνία,
αμάχη και πόνος,
από πού ερχόμαστε , τέκνα φωτός ή του ερέβους, και πού πηγαίνουμε,
σαν άνθη του αγρού που εξανθίζουν,
πόσες ψιμυθιές το πινέλο
επιστρατεύεται να βάλει στον πίνακα,
πόσες ψευτιές η γλώσσα
σοφίζεται να σωρρεύσει στην ζωή,
πόσες ανοησίες η καθημερινότητα
άγαρμπα προσθέτει
τούτη την αέναη κι ανελέητη μάχη
γιά να σκιάσει,
τις ανατολές για να μην δούμε, του κόσμου, την επαναλαμβανόμενη επαναδημιουργία,
την αγαλλίαση τούτη του ήλιου, ήλιε μου παλικάρι μου, που ξεπροβάλλει απ’ τα νερά του Αιγαίου, χανόμαστε μέσα
σε πέλαγος μικρότητες,
βυθιζόμαστε στα ρηχά της ανοητολογίας και της σπουδαιοφάνειας,
μα ενός εστί χρεία,
σε τούτη την ατελεύτητη μάχη
ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι,
τι μάχη πολύνεκρη και πολυματωμένη,
στα Μαρμαρένια Αλώνια της Ψυχής,
νάτος ο Διγενής ψυχομαχεί,
κι η γης τόνε τρομάσσει,
γιουρούσια πειρατικά και ρεσάλτα,
από τότες που νόησε ο άνθρωπος τον εαυτό του, κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει
από τότες που ο Οδυσσέας
με το σπαθί του θυσίες έκανε στις πύλες του Άιδη, τι έγνοια και τι πόνος, ανατριχίλα, από τότες που οι ψυχές μάχονται από τις σκοτεινές σπηλιές, που ο Πλάτωνας περιγράφει, στο φως να βγουν,
μέσα στο σκοτάδι, στη λάσπη μέσα,
βουτηγμένοι, έργα σκότους απεργαζόμενοι, ομπρός βοηθάτε, κράζει ο ποιητής.
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη, κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Κολλήσαμε, μιά κοινωνία, ένας λαός,
αλοίμονο, η ανθρωπότη ολάκερη, στη λάσπη, στο γαίμα, βαθιά μέσ’ στο γαίμα,
πορεία από το φως στο σκότος,
καιρός θυέλλης, κι ούτε κάν φανός θυέλλης, μεσοπέλαγα αρμενίζω, βύθιος ο δράκων, άρχων του κόσμου τούτου, του σκότους, κι η μάχη έως του αιώνος,
ένα Λημνιό γεροντάκι,
την μάχη τούτη της σπηλιάς μου ανακαλεί,
ο Πετράκης, του Ακράθω πολίτης,
μικρός το δέμας, φωτεινό το πρόσωπο,
πού το βρήκες τόσο φως Γέρο Πέτρο,
στη ανήλιαγη σπηλιά στη Μικραγιάννα,
που βρήκες χρώματα κι ανθείς,
που μίσχο και σαλεύεις,
τι μάχες έδωσες, τι Τιτανομαχίες,
εξόριστος μιά φορά στη Σπιναλόγκα,
το πως κερδίζεται το Φως,
πως για να σημειωθεί
το Φως του Προσώπου Του
στο δικό σου, κοιτώ και ξανακοιτώ δυό εφήμερες φωτογραφίες
και θωρώ πως στο εφήμερο έγινε μπορετό
να συλληφθεί το αιώνιο,
η νίκη που πέτυχε το φως, λάμψον και ημίν, νίκη πάνω στο παχυλό σκοτάδι,
τα νύν στον Άθωνα, όπως τότες στο Θαβώρ, έχει μονοπάτι για την κορφή,
ανωφερές κι επικίνδυνο, έτσι κι αλλιώς,
τη ταπεινώσει τα υψηλά,
την Ανατολή για να χαρείς στο Αιγαίο,
της ψυχής μιά ανατολή στο χαρίεν Αιγαίο
της ύπαρξης, την ανάστροφη πορεία από το σκότος, αγραυλούντες στα μπεντένια,
του Πετράκη τα μονοπάτια, γιά τον Άθωνα
ή γιά στα σωθικά αναζητάς,
μην θαρρείς, αέναη η μάχη, φοινιχθείσα
ρείθροις αιμάτων, μα το Φώς
είναι το διακύβευμα, του σκότους ενάντια,
κι ο Διγενής τροπαιοφόρος Άη Γιώργης
κι ο Οδυσσέας στις πύλες υποδέχεται Λυτρωτή στον Άιδη.
Φως εκ Φωτός!