Σήμερα ὁ ὅρος φιλανθρωπία ἀναφέρεται στήν πρόνοια, τόσο τήν προστατευτική γιά τό γενικό κοινό, ὅσο καί τή θεραπευτική, τήν αὐτοκαλούμενη ἐλεημοσύνη, πού ἀπευθύνεται καί ἀποβλέπει στήν ἀνακούφιση ἀτομικῶν πόνων. Ἀλλά στή ζωή καί στή σκέψη τῶν Βυζαντινῶν ἡ φιλανθρωπία ἀποτελοῦσε: α) μιά φιλοσοφική καί θεολογική ἔννοια, β) μιά πολιτική ἰδιότητα, γ) φιλανθρωπία πού ἀπευθυνόταν πρός τίς ἀτομικές ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν καί δ) φιλανθρωπία μέ ἄμεση ἔκφρασή της τά ὀργανωμένα ἱδρύματα. Ἑπομένως, ὁ ὅρος «Βυζαντινή Φιλανθρωπία» χαρακτηρίζεται ἀπό μία σκόπιμη, ἐκκλησιαστική καί γεμάτη σημασία ἔκφραση ἀγάπης, εἶναι ἕνας ὁρισμός παρόμοιος μ’ ἐκεῖνον τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἀλλά πιό ἐκτεταμένος σέ βάθος καί καθολικότητα. Οἱ Ἕλληνες πού συνέλαβαν καί ἐπινόησαν αὐτόν τόν ὅρο τοῦ ἀποδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα καί ἠθική ἀξία.
Ἐδῶ μπορεῖ νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἔννοια αὐτή ἦταν σαφῶς ὅμοια πρός τήν ἀρχαία Ἑλληνική ἀντίληψη περί φιλανθρωπίας. Καθώς ἤδη ἔχουμε παρατηρήσει, ὅλες αὐτές οἱ ἔννοιες τοῦ ὅρου ἦταν σέ χρήση στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα μέ τή συγκεκριμένη ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας ὡς ἀγάπης τῶν θεῶν πρός τούς ἀνθρώπους καί ὡς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν συνάνθρωπο, πού ἐκφραζόταν μέ τή φιλοξενία, τή βοήθεια πρός τά ὀρφανά καί τούς γέροντες καί γενικά τήν ὀργανωμένη φιλανθρωπία. Στό Βυζάντιο ὡστόσο, ἡ φιλανθρωπία ἔλαβε νέες διαστάσεις.
Ἤδη πολλοί ἀπό τούς πρώτους βυζαντινούς αὐτοκράτορες τιμῶνται γιά τή θέσπιση νομοθεσίας πού ἀπέβλεπε στήν ἀνακούφιση τῶν πολιτῶν. Οἱ βυζαντινοί ἀπαιτοῦσαν ἀπό τούς κυβερνῆτες τους νά ἀσκοῦν τή φιλανθρωπία, νά ἐφαρμόζουν ἀνθρωπιστική πολιτική, νά περιορίζουν τή βία καί νά δείχνουν ἀγάπη πρός τόν λαό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔπρεπε νά μιμεῖται τόν Θεό στά καλά ἔργα, ἐπειδή ὅπως ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμο ἔτσι καί ὁ βασιλιάς κυβερνᾶ τήν Πολιτεία καί ὁ ἐπίγειος βασιλιάς πρέπει νά ἐνεργεῖ τά καλά ἔργα.
Μέ τή φιλανθρωπία δέν ἀποκτᾶ κανείς μόνο ὀφέλη στή γῆ καί θησαυρούς στόν οὐρανό, ἀλλά καί οἱ ἁμαρτίες του συγχωροῦνται. Σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικό κείμενο διαβάζουμε ὅτι «ἐκεῖνος πού ἐξαρπάζει μιά ψυχή ἀπό τήν ἀνάγκη καί τά δεινά, τή στέρηση καί τά βάσανα, στά ὁποῖα βρίσκεται, αὐτός προορίζει στόν ἑαυτό του μεγάλη χαρά. Ὅπως καί ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού γνωρίζει τή συμφορά τοῦ ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ κάθε εἴδους ἀνάγκη καί δέν τόν ἐξαρπάζει ἀπ’ αὐτήν τήν κατάσταση, αὐτός διαπράττει μεγάλη ἁμαρτία καί γίνεται ἔνοχος γιά τήν ἀπώλειά του».
Αὐτή ἡ ἄποψη ὑπάρχει ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους μέχρι τό τέλος τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ αὐτοκράτορα μαρτυροῦνταν τόσο μέ τήν προσωπική του ζωή, ὅσο καί μέ τή νομοθεσία καί τήν πολιτική του πρός τούς ὑπηκόους του. Ὁ αὐτοκράτορας ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς Πολιτείας ἀλλά καί ὁ κύριος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ καί ὑπερασπιστής τῶν πιστῶν του. Ἡ μέριμνα τοῦ αὐτοκράτορα γιά τήν Ἐκκλησία ἦταν τόσο μεγάλη ὅσο καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν εὐημερία καί τή διοίκηση τῆς αὐτοκρατορίας.
Τό παράδειγμα γιά φιλανθρωπικά ἔργα ἔδωσε πρῶτος ὁ ἱδρυτής τῆς χριστιανικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Μέγας Κωνσταντίνος. Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τοῦ Κωνσταντίνου κατάφερε νά ἐπιφέρει τήν πολιτική ἑνότητα τοῦ κράτους, τήν ὁποία προσπάθησε νά τήν ἐφαρμόσει καί στή θρησκεία. Ἡ θρησκευτική πολιτική τοῦ Κωνσταντίνου τείνει νά διαλύσει τίς ἔριδες τῶν Χριστιανῶν καί νά μήν προκαλεῖ συγκρούσεις πρός τούς ἐθνικούς, τούς ὁποίους ἐπίσης ἀνέχεται.
Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας γράφει ὅτι ὁ Κωνσταντίνος διέθετε χρήματα στίς ἐκκλησίες γιά νά χρησιμοποιοῦνται ἀποκλειστικά σέ ἔργα ἐλεημοσύνης πρός «τούς ἐνδεεῖς, τά ὀρφανά καί τίς ἄπορες γυναῖκες». Ὁ Κωνσταντίνος ἀνήγειρε πτωχοκομεῖα, γηροκομεῖα, λωβοτροφεῖα, βρεφοκομεῖα καί ἄλλα ἱδρύματα. Ἡ μητέρα του, ἡ ἁγία Ἑλένη, ἔκανε πολλά φιλανθρωπικά ἔργα γιά νά βελτιώσει τή ζωή τῶν πτωχῶν. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος περιγράφει μέ λεπτομέρειες τό προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἑλένης στούς Ἁγίους Τόπους. Τό χαρακτηρίζει εὐλαβέστατο καί ὁμιλεῖ γιά τίς πράξεις φιλανθρωπίας τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία συντηροῦσε ὁλόκληρες κοινότητες φτωχῶν καί πασχόντων, ἀνηγειρε φιλανθρωπικά ἱδρύματα μέ αὐτοκρατορικές ἐπιχορηγήσεις, ἵδρυε Μονές, ἀπέδιδε χάρη σέ φυλακισμένους, ἀπελευθέρωνε κατάδικους ἀπό ὀρυχεῖα, ἔδινε ἐντολή νά ἐπιστρέψουν οἱ ἐξόριστοι στίς ἑστίες τους καί ἐκπλήρωσε θεοφιλῶς, ὅπως σημειώνετι ἀπό τούς ἱστορικούς, τόν ρόλο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ εὐεργέτη.
Ἡ μεγάλη ἱστορική στιγμή τῆς μετάβασης ἀπό τόν ἀρχαῖο στόν μεσαιωνικό κόσμο καί τῆς διαμόρφωσης τῆς ὑστερορωμαϊκῆς σέ ἑλληνοχριστιανική αὐτοκρατορία (Βυζάντιο) εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τή μορφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, τοῦ αὐτοκράτορα πού ἐπηρέασε ὅσο λίγοι τήν ἐξέλιξη τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας μέ δύο κοσμοϊστορικῆς σημασίας μέτρα: τήν ἀναγνώριση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί τή μεταφορά τῆς πρωτεύουσας καί τοῦ κέντρου πολιτικοοικονομικοῦ βάρους ἀπό τή Δύση στήν Ἀνατολή. Ἔτσι ἔγινε ὁ ἱδρυτής τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί ὁ πρῶτος χριστιανός αὐτοκράτορας. Ἡ αὐτοκρατορία ἀλλάζοντας τόν 4ο αἰώνα γίνεται χριστιανική καί μπαίνει σέ μιά ἐποχή πού εἶναι ἀντίθετη μέ τό παρελθόν της, τό ὁποῖο πολλές φορές ἀρνεῖται, μέ ἀποτέλεσμα μιά ἐξαιρετικά ἔντονη καί δύσκολη κρίση.
Τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἦταν θέμα ψυχροῦ νομικισμοῦ, πού στή θεωρία μπορεῖ νά λέει πολλά ἀλλά στήν πράξη γίνονται πολύ λίγα. Οἱ βυζαντινοί δέν χρειάζονταν νόμους νά τούς πιέζουν γιά νά ἐκφράζουν τήν ἀγάπη τους πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τόν ἐπίσκοπο μέχρι καί τόν πιό ἁπλό πιστό, ἡ φιλανθρωπία ἀποτελοῦσε τήν καθημερινή τους φροντίδα. Σέ πολλές περιπτώσεις ὁ ἐπίσκοπος πρωτοστατοῦσε στό ποίμνιό του ἐκφράζοντας τή φροντίδα ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας γιά τή φιλανθρωπία. Τά ἔσοδα τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ὑπ’ αὐτῶν ἐκλεγόμενοι χωρεπίσκοποι ὄφειλαν νά ξοδεύουν ὑπέρ τῶν πτωχῶν καί σέ ἄλλες εὐσεβεῖς πράξεις, ἔπρεπε ἡ χρήση τῶν χρημάτων αὐτῶν νά γίνεται μέ μεγάλη προσοχή καί νά ἐπικουροῦνται μόνο οἱ ἐνδεεῖς. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία κατά τούς βυζαντινούς χρόνους εἶχε ἀναλάβει καί τήν πρόνοια καί προστασία ὅσων βρίσκονταν στή φυλακή. Ἔτσι, ὁ Μ. Κωνσταντίνος ὅρισε νά παρέχεται στούς φυλακισμένους ὡρισμένο σιτηρέσιο, τό ὁποῖο αὔξησε ὁ γιός του Κωνστάντιος.
Ἀμέσως μετά τόν τελευταῖο γενικό διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ καί ἰδιαίτερα μετά τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων περί ἀνεξιθρησκείας τό 313, ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε ἕναν κύριο ρόλο στή ζωή τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου καί κατέβαλε πολλές προσπάθειες γιά νά καλλιεργήσει μιά πιό φιλάνθρωπη συνείδηση στήν ἑλληνική Ἀνατολή καί στή λατινική Δύση. Σέ ἐπιστολή τοῦ Κωνσταντίνου πρός τόν ἐπίσκοπο Καρθαγένης Καικιλιανό ὁ ἴδιος δέν ἐμφανίζεται ἁπλά νά ἀνέχεται τούς χριστιανούς, ἀλλά παρουσιάζεται ἐπισήμως πλέον ὡς χορηγός καί ὑποστηρικτής τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἄλλωστε γίνεται ξεκάθαρο ἀπό τή στάση πού ἔλαβε ἔναντι τῶν Δονατιστῶν, τή διδασκαλία τῶν ὁποίων καταδίκαζε ὡς νόθο καί τά προστατευτικά μέτρα πού πρότεινε στόν Καικιλιανό ὑπέρ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, δηλαδή τή δυνατότητα προσαρμογῆς στούς δύο ὕπατους κρατικούς ἀξιωματούχους τῆς Ἀφρικῆς, προκειμένου νά ἐπαναφέρουν στόν σωστό δρόμο ὅσους ἐπέμεναν στή αἱρετική τους διδασκαλία. Ἡ ἴδια προστατευτική στάση πρός τόν κλῆρο καί τήν Ἐκκλησία ἐκδηλώνεται καί στίς δύο ἐπιστολές του πρός τόν Ἀνυλίνο.
Στήν πρώτη ὁ Κωνσταντίνος ἔδινε ἐντολή νά ἀποκατασταθοῦν στό ἀκέραιο οἱ ζημιές πού ὑπέστησαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀφρικῆς ἀπό δημεύσεις καί ἁρπαγές στήν περίοδο τῶν διωγμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ.
Στή δεύτερη, θέσπιζε τήν ἀπαλλαγή τοῦ κλήρου ἀπό πάσης φύσεως φορολογία ἤ πολιτική καί στρατιωτική ὑπηρεσία πρός τό κράτος, ὥστε οἱ ἱερεῖς νά μποροῦν νά ἐπιδίδονται ἀπερίσπαστοι στό ἔργο τους. Ἡ ἀπαλλαγή τοῦ κλήρου ἀπό τή φορολογία καί τά δημόσια βάρη ρυθμίστηκε ἀργότερα καί νομοθετικά, ὅπως καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐκκλησίας νά ἔχει ἰδιοκτησία καί νά δέχεται δωρεές. Ὁ ἴδιος, ὅπως δηλώνει στήν ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς του πρός τόν Ἀνυλίνο, διαπίστωσε ἀπό προσωπική πείρα ὅτι οἱ διωγμοί τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνο δέν ὠφέλησαν τό κράτος, ἀλλά ἐπέφεραν μεγάλους κινδύνους «τοῖς δημοσίοις πράγμασιν». Τό συμφέρον τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπαγορεύει τήν ἀναγνώριση καί τήν προστασία τῆς Ἐκκλησίας «ἐν ᾗ ἡ κορυφαία τῆς ἁγιωτάτης ἐπουρανίου αἰδώς φυλάττεται». Ἀναμφίβολα ὁ Μ. Κωνσταντίνος γράφοντας αὐτές τίς γραμμές συνέδεε τή μοίρα τῆς αὐτοκρατορίας μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἤδη ἀπό τήν περίοδο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε τήν ἀποστολή ἑνός φορέα κοινωνικῆς προνοίας καί ἔκανε πολλά γιά τούς πτωχούς, τούς δούλους, τά παιδιά, τούς φυλακισμένους, τίς γυναῖκες καί γιά ἄλλα κοινωνικά στρώματα. Ὁ μέγας Κωνσταντίνος, ὡς ὑπεύθυνος καί διορατικός ἡγέτης, δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀγνοεῖ τήν ὁποιαδήποτε πολιτική ἐκτίμηση τῆς ἤδη διαμορφωμένης καταστάσεως στίς κοινωνικές δομές τῆς αὐτοκρατορίας, οἱ δέ περί κοινωνικῆς δικαιοσύνης ἀντιλήψεις του καί ἡ συμπάθειά του πρός τά ἀνθρωπιστικά ἰδεώδη τοποθέτησαν τήν Ἐκκλησία στό κέντρο τῆς ζωῆς καί τῶν δραστηριοτήτων τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Μ. Κωνσταντίνος «εἰς τούς εὐτυχοῦντας καί κατόπιν δυστυχήσαντας παρεῖχε δαψιλεῖς χορηγίας». Μέ τίς προσευχές καί τή λειτουργική της ζωή καί κατά κύριο λόγο μέ τήν ἀνάμειξή της στά κοινωνικά προβλήματα, ἡ Ἐκκλησία ἦταν παρούσα στά ἐργαστήρια, στήν ἀγορά, στό σπίτι, στούς δρόμους, ἀκόμη καί στόν ἱππόδρομο. Μέ τή δική της προσφορά καί συνεργασία ἀρκετοί μεταγενέστεροι χριστιανοί αὐτοκράτορες προσπάθησαν νά ἀνακουφίσουν τά πιό ἀδύναμα μέλη τῆς κοινωνίας ἀπό τίς ἀδικίες καί τήν καταπίεση.
Ὁ Μ. Κωνσταντίνος ἄλλαξε ριζικά τήν πορεία τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, λαμβάνοντας δύο σημαντικώτατες ἀποφάσεις γιά τήν ἐπακόλουθη ἐξέλιξη τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Πρῶτον, ἔγινε Χριστιανός, μία προσωπική ἐνέργεια πού πυροδότησε τόν μετασχηματισμό τοῦ ἀρχαίου παγανιστικοῦ κόσμου σέ χριστιανική κοινωνία. Δεύτερον, ἀποφάσισε τή μετακίνηση τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπό τήν ἀρχαία Ρώμη τῆς λατινικῆς Ἰταλίας σέ μία Ἑλληνική πόλη τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν, τό Βυζάντιο. Ἐπέκτεινε σέ μεγάλο βαθμό τήν πόλη τοῦ Βυζαντίου, τή διακόσμησε μέ νέα κτίρια, τήν περιέβαλε μέ τείχη καί τήν μετονόμασε σέ Κωνσταντινούπολη. Ἡ μετατόπιση τῆς πρωτεύουσας εἶχε πολύ μεγαλύτερες συνέπειες ἀπό τήν ἁπλή μετάθεσή της ἀπό ἕνα γεωγραφικό τόπο σέ ἄλλο.
Ἡ νέα πρωτεύουσα δέν ἦταν στήν πατρική γῆ τῶν ἀρχαίων Ρωμαίων οὔτε στίς ἐπαρχίες τῆς Δύσεως, πού υἱοθετοῦσαν σταδιακά τή Ρωμαϊκή γλώσσα καί τόν πολιτισμό, ἀλλά στήν Ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολή. Οἱ Ἕλληνες σύντομα ἄρχισαν νά ἐπικρατοῦν στήν αὐτοκρατορική κυβέρνηση τῆς Πόλεως, ἀφότου ὁ Κωνσταντίνος ἵδρυσε τή νέα του πρωτεύουσα τό 330, καί ἔδωσαν ἔντονο Ἑλληνικό χρῶμα στή Ρωμαϊκή κοινωνία τῆς Ἀνατολῆς. Μετά τό 395 ἡ Κωνσταντινούπολη δέν διοικοῦσε πλέον τίς Δυτικές ἐπαρχίες τῆς παλαιᾶς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁπότε τώρα παγίωσε τή θέση της στήν ἀνατολική Μεσόγειο ὡς πρωτεύουσα ἑνός νέου κόσμου, πού κυβερνοῦνταν ἀπό τούς Ρωμαϊκούς διοικητικούς καί νομικούς κανόνες, ἀλλά ἦταν κατ’ ἐξοχήν Ἑλληνικός στή γλώσσα καί τήν καλλιέργεια, μέ ἐπίσημη θρησκεία τόν Χριστιανισμό νά ἀποκτᾶ ἰσότιμη μεταχείριση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες τῆς αὐτοκρατορίας στόν τομέα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Στόν τομέα τῆς ἐσωτερικῆς πολιτικῆς ὁ Κωνσταντίνος ἔδειξε ἰδιαίτερα δημιουργικό καί γόνιμο πνεῦμα θέτοντας τίς βάσεις τοῦ βυζαντινοῦ κράτους καί τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Τά γνωρίσματα πού χαρακτήριζαν τό μεταρρυθμιστικό του ἔργο ἦταν ἡ συγκεντρωτική μοναρχία, ἡ καθιέρωση μίας μεγάλης γραφειοκρατείας καί ἕνας συγκεκριμένος διαχωρισμός τῆς στρατιωτικῆς ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία.
Ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 330 μέχρι τῆς καταλήψεώς της ἀπό τούς Τούρκους οἱ πόλεις τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας συντηροῦσαν διάφορα ὀργανωμένα φιλανθρωπικά ἱδρύματα. Ἀλλά καί πρίν τό 330 ἡ Χριστιανική ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας καί οἱ θυγατρικές της στήν ἐνδοχώρα τῆς Συρίας διατηροῦσαν οἴκους εὐσπλαχνίας πού καλοῦσαν Ξενοδοχεῖα. Τό 332 ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος προσέφερε ἕνα μέρος τῶν δημοσίων φόρων σέ αὐτά τά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, πράξη ἡ ὁποία ἐγκαινίασε μιά παράδοση στενῆς συνεργασίας Βυζαντινοῦ κράτους καί τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μέσω τῆς οἰκονομικῆς ἐνισχύσεως τέτοιων ἱδρυμάτων.
Οἱ πράξεις τοῦ αὐτοκράτορα πού ἀφοροῦν ἄμεσα τόν λαό του παρουσιάζονται σάν beneficia. Εἴτε πρόκειται γιά τή μείωση τῶν φόρων πού παραχώρησε στήν πόλη Augustodunum -ἀπόφαση πού ἀπορρέει περισσότερο ἀπό πολιτικό πραγματισμό παρά ἀπό γενναιοδωρία- ἤ ἀκόμη γιά τό ἁπλό γεγονός ὅτι κυβερνᾶ, ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Κωνσταντίνου ἐξομοιώνονται μέ τή συνεχή ἄσκηση τῆς καλοσύνης. Οἱ εὐεργεσίες παύουν τότε νά θεωροῦνται σάν ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά μιᾶς καλῆ χρήσης τῆς ἐξουσίας καί γίνονται συνώνυμες μέ τή διακυβέρνηση: ὁ αὐτοκράτορας γίνεται εὐεργέτης.
Στήν ἐποχή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου οἱ ἐκκλησίες ἄρχισαν νά ἔχουν φοροαπαλλαγές, καί κυβερνητικές ἐπιχορηγήσεις, ὡς βοήθεια γιά τήν πραγματοποίηση τῶν φιλανθρωπικῶν τους δραστηριοτήτων. Τό 320 ὁ αὐτοκράτορας ἀποδέσμευσε τόν κλῆρο καί τούς ἐργαζομένους στίς ἐκκλησίες ἀπό τήν ὑποχρέωση νά ἐκτελοῦν τά ἐπαχθή καθήκοντα καί τούς ἀπάλλαξε ἀπό τόν πενταετή φόρο ἐπί τῶν ἐμπορευμάτων, ὥστε νά μπορέσουν νά συγκεντρώσουν ἐπιπλέον χρήματα γιά τούς φτωχούς. Ἡ ἀπαλλαγή τοῦ κλήρου ἀπό τή φορολογία καί τά δημόσια βάρη, ρυθμίστηκε ἀργότερα καί νομοθετικά, ὅπως καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐκκλησίας νά ἔχει ἰδιοκτησία καί νά δέχεται δωρεές. Στή δημοσιονομική του λοιπόν πολιτική βελτίωσε τό φορολογικό σύστημα κάνοντάς το δικαιότερο.
Ἔτσι οἱ φόροι ἦταν ὁ φόλλις γιά τούς συγκλητικούς, τό στεφανικό χρυσό γιά τούς ὑπόλοιπους κατοίκους, καί, εἰδικά γιά τούς ἐμπορευόμενους, τό χρυσάργυρο. Στόν κοινωνικό τομέα ἔλαβε μέτρα γιά τήν ἐλάττωση τῆς ἐγκατάλειψης τῶν ἐπαγγελμάτων, τῆς γῆς, καί γιά τόν περιορισμό τῆς αὔξησης τῆς μεγάλης ἰδιοκτησίας σέ βάρος τῆς μικρῆς. Πολλά ἀπό τά διατάγματά του ὁ Κωνσταντίνος ἐμπνεύστηκε ἀπό τό ἑλληνιστικό δίκαιο τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν, ἐνῶ τίς σχετικές διατάξεις γιά καλύτερες συνθῆκες στίς φυλακές καί γιά θέματα ἠθικῆς, ἀπό τή χριστιανική θρησκεία. Ἀποφασιστική ἦταν ἡ συμβολή τοῦ Κωνσταντίνου στήν ἐξυγίανση τοῦ νομίσματος. Καθιέρωσε τό solidus χρυσό νόμισμα, πού ἀναγνωρίστηκε καί ἐπικράτησε στή διεθνή ἀγορά.
Τό 332 εὐνόησε ἐκ νέου τούς ὁμοθρήσκους του παραχωρώντας στίς ἐκκλησίες τῆς Συρίας ἕνα μερίδιο ἀπό τήν ἐτήσια προσφορά σέ σίτο γιά νά ἀνακουφισθοῦν ἀπό τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς πείνας. Τόνισε δέ ὅτι αὐτό τό σιτάρι προοριζόταν γιά τή διατροφή τοῦ κλήρου, τῶν χηρῶν καί τῶν ἀπόρων πού ἦταν στά Ξενοδοχεῖα. Ἐδῶ ἀναφέρονται ἀπό τόν αὐτοκράτορα μόνιμα ἱδρύματα κάποιου εἴδους, στήν Ἀντιόχεια καί στίς θυγατρικές της ἐκκλησίες, τά Ξενοδοχεῖα, πού προσέφεραν στέγη καί τροφή στούς φτωχούς. Στά χρόνια τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὁ Λεόντιος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, φρόντιζε ὁ ἴδιος γιά τούς ξενῶνες τῆς πόλεως καί τοποθετοῦσε ἄνδρες ζηλωτές ὡς διευθυντές τους. Δυστυχῶς δέν γνωρίζουμε κανέναν ξενώνα μέ τήν ὀνομασία του.
Πλήν τῶν οἰκονομικῶν παρεῖχε στούς ἐπισκόπους καί δικαστικά δικαιώματα. «Ἐκτός τούτου οἱ ἐπίσκοποι εἶχαν δικαστικήν ἐξουσίαν ἐπί τῶν κληρικῶν. Καί ἡ ἀναγνώρισις τοῦ ἀσύλου παρεῖχε δικαίωμα ἐπεμβάσεως τοῦ ἐπισκόπου…». Ἐπιπλέον ἡ Ἐκκλησία, ὅπως προαναφέραμε εἶχε τό δικαίωμα νά δέχεται δωρεές καί κληροδοτήματα. Μέ αὐτά ἀπέκτησε περιουσία καί ἀνέλαβε τό μεγάλο φιλανθρωπικό ἔργο νά φροντίζει τά ὀρφανά, τίς χῆρες τούς φτωχούς, τούς γέροντες, τούς ἀσθενεῖς καί ὅλες τίς εὐπαθεῖς ὀμάδες τῆς κοινωνίας.
Μετά τή μεταστροφή τοῦ Κωνσταντίνου, ἡ λατρεία τοῦ Ἀσκληπιοῦ μέ τίς θεϊκές της θεραπεῖες δέν ἐξαφανίσθηκε ἀμέσως. Ἄνθησε στή διάρκεια τῆς μεγαλύτερης περιόδου τοῦ Δ’ αἰώνα μ.Χ. καί κατέρρευσε τελικῶς ἀπό τά πλήγματα τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου κατά τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν. Ἡ θεραπεία μέ θαύματα ὅμως δέν χάθηκε μαζί μέ τόν παγανισμό. Ἡ νέα πίστη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀναγνώρισε καί τήν πνευματική προσέγγιση τῆς ὑγείας καί τή θεραπευτική τῆς νόσου. Ἡ Καινή Διαθήκη περιέγραψε τόν Χριστό ὡς σωτήρα τῶν ψυχῶν καί θεράποντα τῶν σωμάτων. Ἐπιπλέον, οἱ Χριστιανοί ἄρχισαν νά ξεχωρίζουν μεγάλους ἄνδρες ὡς ὑπερφυσικούς ἰατρούς, ἰατρούς – ἁγίους, οἱ ὁποῖοι θεράπευαν τούς πιστούς μέ θαύματα. Σύμφωνα μέ τή λαϊκή πίστη, οἱ ἅγιοι αὐτοί, ἀντίθετα μέ τούς κοσμικούς ἰατρούς, ἐπιθυμοῦσαν νά θεραπεύουν χωρίς ἀμοιβή, πράξη πού τούς ἐπέφερε τό ἐπίθετο Ἀνάργυροι. Κατά τόν ΣΤ’ αἰώνα ἡ Κωνσταντινούπολη καί ἄλλες Βυζαντινές πόλεις διέθεταν εἰδικές ἐκκλησίες ἀφιερωμένες στόν Κοσμᾶ καί τόν Δαμιανό, τούς πιό φημισμένους ἐκ τῶν ἰατρῶν ἁγίων, ὅπως καί σέ ἄλλους Ἀναργύρους, ὅπου κατέφευγαν οἱ νοσοῦντες ἀναζητοῦντες τό δῶρο τῆς ὑγείας. Οἱ ναοί αὐτοί συνήθως συνδέονταν μέ Βυζαντινά νοσοκομεῖα, τά ὁποῖα διέθεταν ἐκπαιδευμένους ἰατρούς. Σέ ξενῶνες πού δέν ἦταν ἀφιερωμένοι στούς Ἀναργύρους – ὅπως τοῦ Παντοκράτορος – ὁ Κοσμᾶς καί ὁ Δαμιανός ἀπολάμβαναν εἰδικῆς τιμῆς. Ἐπιπλέον, σέ ὅλα τά νοσοκομεῖα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας οἱ προσευχές, οἱ λειτουργίες καί ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν θεωροῦνταν ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς θεραπευτικῆς διεργασίας. Ὅπως καί στόν ἀρχαῖο κόσμο, ἔτσι καί στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ἡ κοσμική ἰατρική ἀναγνώριζε τή σημασία τοῦ ὑπερφυσικοῦ.
Ἡ μεταστροφή τοῦ Κωνσταντίνου ἐνθάρρυνε τούς ἐπισκόπους, τούς ἱερεῖς καί τούς διακόνους νά ἀναλάβουν μεγαλύτερο τομέα εὐθύνης στίς τοπικές κυβερνήσεις. Ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἔγινε Χριστιανός, οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες ἀπέκτησαν ὑψηλό γόητρο στίς κοινότητές τους, ὁπότε ἔφθασαν ἀκόμη καί νά ἀντιπροσωπεύουν τίς πόλεις τους ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος ἤ τῶν ἀξιωματούχων του. Ὡς ἱερέας καί μετέπειτα ἐπίσκοπος ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός παρουσιάσθηκε ἀρκετές φορές πρό τοῦ ἐπαρχιακοῦ κυβερνήτου ἐκ μέρους τῆς πόλεώς του, δυνατότητα πού εἶχαν πρίν οἱ ἡγέτες κουρίας. Στόν θάνατο τοῦ Μ. Βασιλείου ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Καισαρείας, περιλαμβανομένων τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν ἑβραίων, θρήνησαν τήν ἀπώλεια ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους εὐεργέτες τῆς πόλεως. Πολλοί ἐπίσκοποι τῆς ἐποχῆς μετά τόν Κωνσταντίνο, προερχόμενοι συχνά ἀπό τίς ἴδιες ἀριστοκρατικές οἰκογένειες πού ὑπηρετοῦσαν στά συμβούλια τῶν αὐτοκρατόρων, κληρονόμησαν τόν ἐνθουσιασμό τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν γιά τίς πόλεις τους.
Ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ Νέα Ρώμη, ἦταν διάσημη γιά τή φιλανθρωπία της ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰώνα. Ὁ ἱστορικός Σωζομενός ἰσχυρίστηκε ὅτι ὁ Κωνσταντίνος ἵδρυσε φιλάνθρωπες ὑπηρεσίες στή νέα του πρωτεύουσα γιά να ὑπερβεῖ σέ δόξα τήν ἀρχαία Ρώμη. Πηγές τοῦ 5ου αἰῶνος παρέχουν ἐλάχιστα ἀποδεικτικά στοιχεῖα πώς ὑπῆρξαν πολλά νοσοκομεῖα μεταξύ τῶν εὐαγῶν ἱδρυμάτων τῆς πρωτεύουσας.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, θά καταλήγαμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐπιτυχία τοῦ μεγάλου φιλανθρωπικοῦ ἔργου ὀφειλόταν στούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας, τούς διδασκάλους τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ λόγια καί μέ πράξεις μεριμνοῦσαν ὑπέρ τῶν φτωχῶν, τῶν πασχόντων, τῶν διωκομένων, τῶν αἰχμαλώτων, τῶν χηρῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν δούλων καί τῶν φυλακισμένων. Πολλές φορές ἔφταναν καί μέχρι τήν παραχώρηση τῆς περιουσίας τους γιά τήν ἀνακούφιση ὅσων εἶχαν ἀνάγκη. Ὑπό αὐτές τίς συνθῆκες κατανοοῦμε εὔκολα πῶς οἱ χριστιανοί πού διακατέχονταν ἀπό τόσο ἔντονα αἰσθήματα ἀλληλεγγύης δέν φοβοῦνταν τήν περιφρόνηση ἤ τό μίσος ἤ τούς διωγμούς τῶν ἐθνικῶν καί ἦταν ἕτοιμοι καί νά ὑποστοῦν μαρτύρια ἀκόμη ὑπέρ τῶν νέων αὐτῶν κοινωνικῶν καί θρησκευτικῶν ἰδεῶν.