Dogma

Για τον άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή

Ο γέροντας (άγιος) Ιωσήφ ο Ησυχαστής έλεγε: «Όταν αισθάνεσαι μία εσωτερική ηρεμία, μία γαλήνη δεν είναι αυτό η χάρις, όπως νομίζουν μερικοί αδαείς και άπειροι. Αυτό είναι η χάρη της ησυχίας, είναι το προοίμιο, για να έρθη η χάρις του Θεού, η οποία δεν συγκρίνεται με την πρώτη. Αλλά πρέπει να προηγηθή η πρώτη, για να πατήση η δεύτερη στα θεμέλιά της».

Κάποιος μοναχός από ευλάβεια επαίνεσε τον γέροντα Ιωσήφ λέγοντάς του ότι είναι το καύχημα της ησυχίας και το στήριγμα των μοναχών. Προς στιγμήν δέχθηκε τον έπαινο, αλλά αμέσως μετά χτύπησε το χέρι του στο γόνατο λέγοντας: «Πειρασμέ. Ήμαρτον, Θεέ μου, συγχώρησέ με».

Αυτή η ολιγόστιγμη συγκατάθεση στον έπαινο είχε κανόνα από τον Θεό· τη νύχτα στην αγρυπνία νύσταζε υπερβολικά και δεν μπορούσε να προσευχηθή. Έχασε την αγρυπνία του και είπε: «Πρώτη φορά μου συνέβη αυτό. Δέχθηκα λογισμό κενοδοξίας και όλη τη νύχτα δεν μπορούσα να προσευχηθώ από τη νύστα».

Έβλεπε τα καλά στον κάθε άνθρωπο και έλεγε: «Ποτέ ο άνθρωπος δεν είναι τελείως κακός». Έβαζε αμφιβολία στην κρίση του για τα γεγονότα και τους ανθρώπους, για να μην κατακρίνη.

Έκανε για κανόνα 700 μετάνοιες και 60 τριακοσάρια με σταυρούς.

Έκτιζε πεζούλια και αισθανόταν τους δαίμονες να του επιτίθενται. Τους πολεμούσε με την ευχή και τη νηστεία.

Έλεγε: «Όταν κανείς φθάση στη νοερά προσευχή, τότε και το κομποσχοίνι και τα δάκρυα δεν χρειάζονται, μάλλον δυσκολεύουν».

Είδε κάποτε σε όραμα έναν γνωστό του ενάρετο γέροντα της περιοχής, κοιμηθέντα, να κάθεται πάνω σε ακαθαρσίες. Κατάλαβε ότι ο Γέροντας αυτός, όταν ζούσε, δεν έκανε εργόχειρο και ζούσε με ελεημοσύνες. Ίσως δεν έκανε προσευχή ισάξια με όσα δεχόταν και βρέθηκε χρεωμένος πνευματικά.

Ο γέροντας Ιωσήφ θεωρούσε ότι η κλίση του ήταν ο εγκλεισμός, η ησυχία, η νοερά προσευχή και η πάλη με τους δαίμονες. Τρεις φορές προσπάθησε να κάνη Μοναστήρι στον κόσμο και δεν ευοδώθηκε η προσπάθειά του.

Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 571.