Γιατί ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο είπε «Πίετε εξ’ αυτού πάντες» και δεν είπε και «Λάβετε φάγετε πάντες»
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, γιατί ο Χριστός κατά τον Μυστικό Δείπνο, ενώ είπε «Πίετε εξ αυτού πάντες….» , δεν είπε και «Λάβετε φάγετε πάντες;»
Σε κάθε Θεία Λειτουργία, κατά την Αγία Αναφορά, ο ιερέας, ευχαριστεί ιδιαιτέρα τον Θεό για την έλευση του Υιού του στον κόσμο, αλλά και για την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Διηγείται μάλιστα και τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια του Κυρίου (Μτθ 26, 26-28) :
«…λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου…» και
«…πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…»
Κάποια στιγμή, βρέθηκαν κάποιοι «ευσεβείς» -ικανοί χειριστές της γλώσσας- και διαπίστωσαν ένα λάθος στη διατύπωση αυτών των λόγων και μάλιστα πρότειναν την «διόρθωσή τους».
Γιατί, έλεγαν, δε γίνεται ο Κύριος να είπε για το μεν Σώμα Του, «Λάβετε φάγετε», έτσι αορίστως (δηλαδή ούτε πόσοι ούτε ποιοί), και αμέσως μετά, να λέει για το Αίμα Του, «Πίετε εξ αυτού πάντες», προτρέποντας άπαντες να πιουν από τους παρόντες στον Μυστικό Δείπνο.
Πρότειναν, λοιπόν, είτε να απαλειφθεί εντελώς η λέξη «πάντες» από τη δεύτερη φράση, είτε να προστεθεί η ίδια λέξη και στην πρώτη φράση, και έτσι να υπάρξει «διόρθωση».
Όμως, υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος ο Κύριος, στην διατύπωση αυτή των λόγων Του; Ασφαλώς και όχι.
Γνώριζε πολύ καλά, ότι όλοι οι παριστάμενοι στον Μυστικό Δείπνο θα έπιναν από το Ποτήριο που τους έδωσε, αλλά δεν θα έτρωγαν όλοι.
Γιατί, ο Ιούδας τον άρτο δεν τον έφαγε, λένε οι ερμηνευτές, αλλά τον έκρυψε, (ή έφαγε μέρος και έκρυψε τον υπόλοιπο), για να τον δείξει στους Σταυρωτές Του ως αποδεικτικό στοιχείο και να τους πει: Ορίστε, κοιτάξτε, Αυτός λέει ότι αυτό το ψωμί είναι το Σώμα Του πράγμα που σημαίνει ότι είναι δεισιδαίμων, πλάνος, παραβάτης του Νόμου.
Όμως τον οίνον, δεν μπορούσε να τον κρύψει ούτε να τον πάρει μαζί του, επομένως ήπιε αναγκαστικά.
Να λοιπόν, για ποιο λόγο ο Κύριος δεν είπε το «όλοι» για τον άρτο ενώ το είπε μόνο για το ποτήριο.
Πηγή: Συναξαριστής υπό Ματθαίου Λάγγη, τόμος 13.