Η αγάπη είναι η ζωή της καρδιάς μου

  • Δόγμα

Του Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»

Ο σύγχρονος όσιος Γέροντας, ο ιεραπόστολος της Σουηδίας, ο πολυγραφότατος και πολύγλωσσος πατήρ Ευσέβιος Βίττης, έλεγε με παρρησία: «Η αγάπη είναι η ζωή της καρδιάς μου». Δηλαδή, όσο κτυπάει η καρδιά μου δεν θα πάψω να αγαπώ. Αυτή η αγάπη μού δίνει ζωή. Ζω για να αγαπώ και νοιώθω ζωντανός επειδή αγαπώ. Έτσι εξηγούσε ο άγιος Γέροντας την κενωτική προσφορά προς τους γύρω του. Άλλωστε, όποιος δεν αγαπά λογίζεται νεκρός άνθρωπος, είναι νεκρό κύτταρο στον κοινωνικό ιστό και νεκρό μέλος στην χριστιανική ομήγυρι, αφού για τον πιστό χριστιανό ισχύει ο ευαγγελικός λόγος: «Πίστις άνευ έργων νεκρά εστί» (Ιακ. β΄ 20).

Ποια, όμως, είναι τα έργα που σφραγίζουν την πίστη μας; Είναι τα έργα αγάπης που επιμερίζονται σε έργα φιλανθρωπίας, συμπαθείας, συμπόνοιας, αλληλεγγύης, ευποιΐας. Ο Γέροντας Ευσέβιος, για την αγάπη του, πήρε την χάρη να συμπαρίσταται και από τον ουρανό στις ανάγκες των ικετών του. Αυτό το βλέπουμε στο εξής περιστατικό. Μια εμπερίστατη νέα αναπαυόταν πνευματικά στον Γέροντα και δεχόταν το προϊόν όχι μόνο των προσευχών του, αλλά και  της υλικής του στηρίξεως. Αυτός γνώριζε το δυφυές της ανθρωπίνης φύσεως και δεν έμενε σε ευχολόγια. Δεν έλεγε: «Ύπαγε και εγώ θα προσεύχομαι για σένα». Τι να την κάνει κανείς μόνο την ευχή, όταν το στομάχι διαμαρτύρεται; Ο Γέροντας όχι μόνο πονούσε για τους ενδεείς, τους εμπερίστατους αδελφούς μας, αλλά μεριμνούσε και για την ικανοποίηση των υλικών τους αναγκών. Ήταν πραγματικός πατέρας.

Την νεαρά αυτή κοπέλλα πολλές φορές την είχε ευεργετήσει και αυτή ένοιωθε τον Γέροντα όχι μόνο πνευματικό πατέρα, αλλά και τροφέα και ανακουφιστή και αρωγό στις καθημερινές απαιτήσεις της ζωής.

Ήλθε η ευλογημένη στιγμή κατά την οποία ο Κύριος του ουρανού και της γης κάλεσε τον Γέροντα Ευσέβιο, για να τον κάνει ουρανοπολίτη, να του χαρίσει την ατελεύτητη μακαριότητα. Μετά την οσιακή του κοίμηση, η κ. Β. βρέθηκε σε δεινή θέση. Ποιος τώρα θα της κάλυπτε τα έξοδα; Ποιος θα την βοηθούσε;

Απελπισμένη σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και ψέλλισε: «Πατερούλη του ουρανού, τι θα απογίνω τώρα;».

Η έκπληξη ήλθε από τον ουρανό. Το επόμενο πρωΐ βρίσκει κάτω από την εξώπορτα του σπιτιού της έναν φάκελλο. Είχε όνομα: «Π. Ευσέβιος». Το άνοιξε βιαστικά και έμεινε άφωνη. Ο «Πατερούλης του ουρανού» είχε μεριμνήσει για τις ανάγκες της. Θαυμαστό; Ναί. Γράμμα από τον ουρανό με χρηματικό ποσόν ικανό να της λύσει τα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα και όχι μόνον.

Βλέπετε ο Γέροντας Ευσέβιος ζούσε για να αγαπά και η ζώσα πίστη του ήταν, όπως πρέπει να είναι του καθενός μας, εφευρετική. Να ψάχνουμε να βρούμε τρόπους εκφράσεως. Να οσφραινόμαστε τις ανάγκες των άλλων και να σπεύδουμε να τις ικανοποιήσουμε με προθυμία, προτού εκείνοι το ζητήσουν, έτσι ώστε να ξεκουράζουμε όλους τους κουρασμένους και αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας.

Η αγάπη εφευρίσκει και ο Γέροντας Ευσέβιος ήταν εφευρέτης. Θυσίαζε τον εαυτό του για τους αδελφούς του, για τα πνευματικά του παιδιά, για τους άγνωστους, ανάμεσα στους οποίους διέκρινε τον ίδιο τον γλυκύτατό μας Ιησού, τον Εσταυρωμένο μας Ναζωραίο.  Διακονούσε με αυταπάρνηση και αυτοθυσία όσους είχαν ανάγκη, λησμονούσε το προσωπικό του συμφέρον, την ησυχία του και την καλοπέρασή του, – πιά καλοπέραση, αφού όλη του η ζωή ήταν ένας συνεχής αγώνας προσφοράς και θυσίας,- μπροστά στο γενικό συμφέρον, μπροστά στην καταπράϋνση του πόνου και των θλίψεων των γύρω του, στην πνευματική αφύπνιση αυτών που κάθευδαν στην αγνωσία και στην αμαρτία. Καλλιεργούσε ο Γέροντας την αγάπη στον κήπο της καρδιάς του με όρεξη, με την προοπτική να απολαύσει τα όμορφα άνθη της καλωσύνης και της αδελφικής και όχι ψεύτικης προς τους άλλους συμπαραστάσεως και συμπαθείας.

Ο Γέροντας, ως γνήσιος δούλος Χριστού, ήταν απόλυτος εκφραστής της αγάπης. Η αγάπη του για τα παραστρατημένα παιδιά ήταν άμεση. Δεν έβαζε επιτίμιο. Το «εγώ φταίω» είχε αντικαταστήσει μέσα του το «φταίς»! Πάντα έρριχνε στον εαυτό του το φταίξιμο. «Αν εμείς είμαστε καλύτεροι, δεν θα έπεφταν στην αμαρτία οι άλλοι», έλεγε. «Αν εμείς τους ρίχναμε το σωσίβιο της αγάπης, θα τους σώζαμε πριν καταποντισθούν στον βυθό της αμαρτίας. Έπεσαν οι άλλοι στην αμαρτία από δική μας αμέλεια». Βλέπετε, ο Γέροντας, βίωνε μέσα του την ευθύνη των ψυχών, βίωνε την ιεραποστολή, βίωνε την φιλαδελφία. Έτρεχε να σώσει ψυχές και όχι να δικάσει, μιμούμενος τον αρχηγό μας και τελειωτή Ιησού που έλεγε: «Ουκ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (Ιωάν. ιβ΄ 47). Έτρεχε να προλάβει, για να μην κλάψει αργότερα ως «γλαύξ θρηνωδούσα επί των ερειπίων», κατά τη ρήση του μεγάλου μας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Άλλωστε, ποιος είναι αναμάρτητος; Αυτός του αναθέματος τον «λίθον βαλέτω» (Ιωάν. η΄ 7). Ο Γέροντας ήταν όχι μόνο μιμητής, αλλά  και ομότροπος του Αγίου Νεκταρίου, στον Ναό του οποίου εξομολογούσε, στο Σιδηρόκαστρο. Θυμόταν ότι την Ριζάρειο Σχολή, όπου εκείνος ήταν Διευθυντής, επέβαλε στον εαυτό του το επιτίμιο που άρμοζε στον άτακτο μαθητή με την ανάρμοστη συμπεριφορά. Και με την πράξη του αυτή τον κέρδισε.

Ο Γέροντας Ευσέβιος κέρδιζε ψυχές με την αγάπη του, αυτή που δεν είχε όρια, ήταν απέραντη σαν το πέλαγος του Ευαγγελίου, μέσα στο οποίο κολυμπούσε καθημερινά, γνωρίζοντας ότι αυτό θα τον έφερνε στην αντιπέρα ακτή, εκεί που τρικυμίες δεν υπάρχουν, εκεί που βασιλεύει η γαλήνη, στο Βασίλειο της Αυταγάπης, στον Χριστό μας.

TOP NEWS