Η ακτημοσύνη του αγίου Παϊσίου
Ο Γέροντας Παΐσιος τήρησε με θαυμαστή συνέπεια την ακτημοσύνη που υποσχέθηκε στον Κύριο κατά την ημέρα της κουράς του.
Στην Εσφιγμένου είχε τρία ζωστικά κρεμασμένα στο κελλί του. Σκέφθηκε ότι ένα το έχει για το καθολικό, ένα για το διακόνημα και ένα για το κελλί του. Ύστερα κατέκρινε τον εαυτό του, λέγοντας: «Α, ωραία τα δικαιολόγησες». Έδωσε τα δύο και κράτησε αυτό που φορούσε. Φεύγοντας από το Μοναστήρι δεν πήρε τίποτε. Δεν είχε ούτε ντορβά. Έπλυνε το χαλάκι που έκανε τις μετάνοιες, το έρραψε, το έκανε ντορβά και έβαλε μέσα το ράσο του.
Στην Ιερά Μονή Στομίου είχε μόνο ένα ζωστικό. Ήταν μονοχίτων. Όταν το έπλενε, μέχρι να στεγνώση, φορούσε το ράσο του. Έλεγε: «Να μην υπάρχη δεύτερο».
Στο Σινά η ακτημοσύνη του έφθασε στο αποκορύφωμα. Στο ασκητήριό του δεν είχε «ουδέν του αιώνος τούτου».
Στον “Τίμιο Σταυρό” όλο το «δοχειό» του (αποθήκη) ήταν ένα μπαουλάκι. Το είχε στην άκρη του διαδρόμου που ένωνε το κελλί του με το Εκκλησάκι, και το χρησιμοποιούσε για κάθισμα, για τραπέζι και για να βάζη μέσα λίγα απαραίτητα τρόφιμα: Παξιμάδι, λίγο ρυζάκι, ελιές, ένα βαζάκι μέλι. Αλλά, ενώ τόση ήταν η πτωχεία του, όταν παρέθετε τράπεζα, η φιλοξενία του ήταν πλούσια και αρχοντική, γιατί ήταν πλούσια και φιλόξενη η ψυχική του διάθεση.
Όταν του παρουσιάστηκε ο όσιος Αρσένιος του είπε: «Εκείνο που με κάνει να σε αγαπώ περισσότερο είναι ότι δεν δέχεσαι τις επιταγές. Εγώ σε παρακολουθώ και στο ταχυδρομείο». Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να επιστρέφουν τις επιταγές. Κρατούσε μόνο τα ονόματα, για να τα μνημονεύη, και κάποτε τις διευθύνσεις, για να τούς στέλνη κάποια ευλογία. Προειδοποιούσε ότι, αν ξαναστείλουν επιταγή ή δέμα, θα σταματήσει να τούς μνημονεύη. Επανειλημμένως παρακάλεσε να επιστρέφουν και τα δέματα, αλλά επειδή έβλεπε την δυσκολία των υπαλλήλων, τα έπαιρνε για να μη στενοχωρούνται. Παρά την κούραση της ημέρας καθόταν να ξεχωρίση τα πράγματα με διάκριση ανάλογα με τις ανάγκες ορισμένων μοναχών, και τα μετέφερε με το σακκίδιό του ή παρακαλούσε άλλους πατέρες. Έτσι παρέμεινε ακτήμων και «πτωχός, πολλούς δε πλουτίζων» .
Οτιδήποτε μη απολύτως απαραίτητο, με τα δικά του αυστηρά κριτήρια, το θεωρούσε βάρος, που τον στενοχωρούσε και φρόντιζε να απαλλαγή. Έλεγε: «Όταν έχω πράγματα, αισθάνομαι σαν να φοράω μια σφιχτή φανέλλα».
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 409.