– Τι είναι αυτό, πάτερ; τον ρώτησε.
– Αυτό, απάντησε ο αββάς Αχιλλάς, είναι ο λόγος κάποιου αδελφού που με στενοχώρησε και αγωνίστηκα να μην τον φανερώσω. Και προσευχήθηκα στον Θεό να τον εξαφανίσει από μέσα μου. Και έγινε ο πικρός αυτός λόγος σαν αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα και έτσι ανακουφίστηκα και ξέχασα τη στενοχώρια μου.
Μας παραπέμπει το περιστατικό αυτό ευθέως στα λόγια του αββά Λογγίνου: «Δος αίμα και λάβε πνεύμα» (Γεροντικό, Αββάς Αχιλλάς 4, Αββάς Λογγίνος 5).
Το να συγκρατείς κάποιο πάθος, να θυσιάζεις κάποια επιθυμία σου χάριν του άλλου, είναι πολύ δύσκολο. Σαν να χύνεις αίμα. Χύνοντας όμως το «αίμα» αυτό, λαμβάνουμε πνεύμα. Τότε νοιώθουμε τι θα πει αληθινή ζωή. Μόνο τότε δηλαδή χαιρόμαστε πραγματικά τη ζωή μας. Μόνο τότε αυτή έχει νόημα, ποιότητα, χαρά.
Η κάθε μας θυσία έχει και άμεση αντίδοση: την εισβολή της ευλογίας του Θεού στη ζωή μας, που αντιστρέφει οριστικά την προοπτική της: αντί για προοπτική θανάτου τής δίνει προοπτική ζωής. Όλο και καλύτερης ζωής. Και όχι μόνο της αιώνιας, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά και της επίγειας. Που με τη χάρη του Θεού και μόνο γίνεται όχι απλώς βιώσιμη, αλλά και χαρούμενη. Αλλιώς δεν υποφέρεται (άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
Σ’ αυτόν τον όντως δυσκολότατο αγώνα, στο καθημερινό μαρτύριο της απάρνησης των εγωκεντρικών θελημάτων, μας καλεί ο Χριστός.
Ας μη ζει κανείς λοιπόν με αυταπάτες. Ας βγει επιτέλους από την ψευδαίσθηση, με την οποία αποκοιμίζει τη συνείδησή του. Απ’ τη στιγμή που δεν σταυρώνει τις αμαρτωλές (νόει πάντα: εγωκεντρικές) επιθυμίες και τα πάθη του (Γαλ. 5:24), αλλά συσχηματίζεται (Ρωμ. 12:2) και ζει σαν όλο τον κόσμο που «κείται εν τω πονηρώ» (Α’ Ιω. 5:19), ζει δηλαδή μόνο για τον εαυτό του, τότε δεν είναι πια Χριστιανός, αλλά αρνητής του Χριστού. Δεν έχει καμιά σχέση μαζί του. Δεν είναι του Χριστού. Τελεία και παύλα. Δεν γίνεται να πλέει αδιάκοπα πατώντας σε δυο βάρκες ταυτόχρονα. Είναι «υιός του αιώνος τούτου» (Λουκ. 16:8,13), ναι! Όχι όμως και Χριστιανός.
Και ο Χριστός με τη σειρά του, σεβόμενος απλώς ό,τι ο άνθρωπος εν ελευθερία επιλέγει, δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει για δικόν του (Λουκ. 13:25-27).
Καιρός λοιπόν να αλλάξει πορεία, να διαχωρίσει τον δρόμο του από τον κόσμο. Να αρχίσει να γίνεται σιγά-σιγά του Χριστού, σταυρώνοντας τα αναρίθμητα, ανόητα και καταστροφικά «θέλω» του, τα φυσικά του (και γι’ αυτό καθόλου πνευματικά) αισθήματα, αποδεχόμενος με καλή, θυσιαστική και αγαπητική διάθεση τον κάθε άλλον «αδελφό» του Χριστού.
Από τη λατρεία του εαυτού του, που συνιστά έμπρακτη απιστία και αθεΐα, να γίνεται όλο και πιο συνειδητά πιστός, «ποιών το θέλημα του Πατρός» (Ματθ. 7:21), δηλαδή τη μία και μοναδική εντολή του για γνήσια, θυσιαστική αγάπη, χωρίς όρους και υπολογισμό, προς τον κάθε άλλον (Α’ Ιω. κεφ. 3, 4, 5· Β’ Ιω.· Α’ Κορ. 10:24,33).
Και ο Χριστός απ’ τη μεριά του πάντα τον περιμένει, τον αγαπάει, τον αγκαλιάζει οποτεδήποτε θελήσει να επιστρέψει, να ξαναγίνει πιστός.
«Αντιύλη» – Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00 αΠρέβεζα
(Αποσπάσματα από το άρθρο “Η άρνηση του μαρτυρίου”)