Κάποτε, όταν ο π. Σεραφείμ είχε τελειώσει την έγκλειστη πολιτεία του, με επισκέφθηκε ένας φιλόθεος αδελφός, με τον οποίο μοιραζόμουν συνήθως κάθε χαρά και κάθε παρήγορο λόγο που είχε πει ο π. Σεραφείμ.
Ενώ συνομιλούσαμε, με ρώτησε ξαφνικά αν ο π. Σεραφείμ μου είχε αποκαλύψει το μέγα μυστήριο της αρπαγής του στα ουράνια σκηνώματα. Εγώ του απάντησα ότι τίποτε δεν άκουσα γι’ αυτό το μέγα έλεος του Θεού και άρχισα να τον παρακαλώ να μου πει όσο το δυνατόν περισσότερα σχετικά μ’ αυτό· εκείνος όμως, παρά την επιθυμία του, δεν μπορούσε να μου πει τίποτε με σαφήνεια.
Αφού κατευόδωσα τον αδελφό, περίμενα με ανυπομονησία να βραδιάσει, για να πάω στον π. Σεραφείμ και να τον παρακαλέσω να μου απαλύνει την ψυχή μιλώντας μου γι’ αυτό το μέγα έλεος του Θεού. Έτσι και έκανα μόλις βράδιασε. Αυτός με υποδέχθηκε σαν φιλότεκνος πατέρας και αμέσως κλείδωσε την πόρτα.
Όταν καθίσαμε, και μόλις ήμουν έτοιμος να τον παρακαλέσω να μου διηγηθεί το μεγάλο μυστήριο, μου έκλεισε με το χέρι του το στόμα και είπε: «Περιφράξου με σιωπή». Τότε άρχισε να μου εκθέτει με την χαρακτηριστική του απλότητα την ιστορία των Προφητών, των Αποστόλων, των αγίων Πατέρων και των Μαρτύρων.
«Όλοι οι άγιοι», έλεγε, «τους οποίους εορτάζει η Εκκλησία του Χριστού, μας άφησαν την ζωή τους ως παράδειγμα προς μίμηση· όλοι ήσαν ομοιοπαθείς με μας άνθρωποι, αλλά, με την ακριβή εκπλήρωση των εντολών του Χριστού, πέτυχαν την τελείωση και την σωτηρία, έλαβαν χάρη, αξιώθηκαν ποικίλων δωρεών του Αγίου Πνεύματος και κληρονόμησαν την Βασιλεία των Ουρανών. Και ενώπιον της Ουρανίου Βασιλείας όλη η δόξα αυτού του κόσμου είναι μηδέν. Όλες οι απολαύσεις του κόσμου αυτού δεν είναι ούτε σκιά αυτών που έχουν ετοιμασθεί στις ουράνιες μονές για όσους αγαπούν τον Θεό· εκεί υπάρχει αιώνια χαρά και πανήγυρη. Αλλά για να ελευθερωθεί το πνεύμα μας, να υψωθεί εκεί και να τρέφεται με την γλυκύτατη συνομιλία με τον Κύριο, πρέπει να ταπεινωθούμε με την αγρυπνία, την προσευχή και την μνήμη του Κυρίου.
»Γι’ αυτό το λόγο εγώ, ο φτωχός Σεραφείμ, μελετώ το Ευαγγέλιο κάθε μέρα. Την Δευτέρα διαβάζω το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο από την αρχή μέχρι το τέλος, την Τρίτη το κατά Μάρκον, την Τετάρτη το κατά Λουκάν, την Πέμπτη το κατά Ιωάννην, τις δε υπόλοιπες ημέρες τις Πράξεις και τις επιστολές των Αποστόλων· και ούτε μία ημέρα δεν παραλείπω να διαβάσω το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της ημέρας και του Αγίου.
»Με όλα αυτά όχι μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα μου τέρπεται και ζωογονείται· έτσι συνομιλώντας με τον Κύριο, μνημονεύοντας την ζωή και τα πάθη Του, δοξολογώντας Αυτόν ημέρα και νύκτα, αινώ και ευχαριστώ τον Λυτρωτή μου για όλα τα ελέη Του, τα όποια εξέχεε στο ανθρώπινο γένος και σε μένα τον ανάξιο».
Κατόπιν ο π. Σεραφείμ απευθύνθηκε πάλι σ’ εμένα: «Χαρά μου! Σε παρακαλώ, απόκτησε το πνεύμα της ειρήνης και τότε χιλιάδες ψυχές θα σωθούν γύρω σου». Και με απερίγραπτη χαρά και υψωμένη την φωνή πρόσθεσε: «Να, θα σου μιλήσω για τον φτωχό Σεραφείμ». Χαμηλώνοντας, λοιπόν, την φωνή συνέχισε:
«Με κατάνυξη και γλυκύτητα γεμίζει την ψυχή μου ο λόγος του Κυρίου Ιησού Χριστού ότι “εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισί” (Ιω. 14:2), για όσους βεβαίως τον διακονούν και δοξάζουν το άγιο Όνομά Του. Σ’ αυτούς τους λόγους του Σωτήρος μου σταμάτησα εγώ ο ελεεινός και επιθύμησα να ιδώ αυτές τις ουράνιες μονές. Και ο Κύριος δεν με στέρησε, τον φτωχό, του ελέους Του· εκπλήρωσε την επιθυμία και την παράκλησή μου και εγώ “ηρπάγην εις τον παράδεισον, είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν” ( Β’ Κορ. 12:3-4)· αυτό παραμένει ανεξιχνίαστο. Αδυνατώ να σου εκφράσω τι χαρά και τι ουράνια γλυκύτητα αισθάνθηκα εκεί».
Με τους λόγους αυτούς ο π. Σεραφείμ εσιώπησε. Ταυτοχρόνως έσκυψε λίγο προς τα εμπρός, έγειρε το κεφάλι με κλειστά τα μάτια και έφερε την ανοικτή παλάμη του δεξιού του χεριού αργά και αρμονικά προς το μέρος της καρδιάς. Το πρόσωπό του αλλοιωνόταν βαθμηδόν και ακτινοβολούσε ένα θαυμάσιο φως· τελικά έλαμψε τόσο, ώστε ήταν αδύνατον να τον κοιτάζω· στα χείλη και σε όλη του την έκφραση υπήρχε τέτοια χαρά και ουράνιος ενθουσιασμός, ώστε μπορούσε όντως την στιγμή αυτή να τον αποκαλέσει κανείς επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο.
Όσο διαρκούσε η μυστηριώδης εκείνη σιωπή του, αυτός έμοιαζε να θεωρεί κάτι με κατάνυξη ή να ακούει κάτι με κατάπληξη. Αλλά με τι στην πραγματικότητα ενθουσιαζόταν και με τι ευφραινόταν η ψυχή του δικαίου μόνον ο Θεός γνωρίζει. Ο δίκαιος του Θεού, λόγω της αδυναμίας της ανθρώπινης γλώσσας δεν ήταν σε θέση να μου εξηγήσει με λόγια την θαυμαστή αρπαγή του στα ουράνια σκηνώματα, μου το έδειξε όμως με το παράδοξο φως του προσώπου του και με την μυστηριώδη σιωπή του. Και εγώ, αν και ήμουν αυτόπτης αυτού του θαυμαστού συμβάντος, θα επαναλαμβάνω πάντοτε το ίδιο: Ο Κύριος γνωρίζει πώς έγιναν όλα αυτά.
Μετά από μακρά σιωπή, η οποία κατά την γνώμη μου κράτησε περίπου μισή ώρα, ο π. Σεραφείμ άρχισε πάλι να ομιλεί και στενάζοντας είπε με χαρά και κατάνυξη:
«Αχ, πολυαγαπημένε μου πάτερ Ιωάννη, αν γνώριζες τι χαρά και τι γλυκύτητα αναμένει στον ουρανό την ψυχή του δικαίου, τότε θα αποφάσιζες να υπομένεις με ευγνωμοσύνη σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή όλα τα βάσανα, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες· ακόμη και αν το ίδιο το κελλί μας ήταν γεμάτο σκουλήκια και αν ακόμα τα σκουλήκια κατάτρωγαν τις σάρκες μας κατά την διάρκεια όλης της επίγειας ζωής μας, και τότε, με όλη μας την καρδιά, έπρεπε να συγκατατεθούμε σ’ αυτό μόνο και μόνο για να μη στερηθούμε την ουράνια εκείνη χαρά την οποία ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν.
»Εκεί δεν υπάρχει πόνος ούτε λύπη ούτε στεναγμός, αλλά άρρητος γλυκασμός και χαρά· εκεί οι δίκαιοι θα λάμπουν όπως ο ήλιος. Αλλά όταν την ουράνια αυτή δόξα και χαρά δεν μπορούσε να την εκφράσει ούτε αυτός ο άγιος απόστολος Παύλος, τότε ποια άλλη ανθρώπινη γλώσσα θα μπορέσει να εκφράσει την ομορφιά των ουρανίων σκηνωμάτων, στα οποία θα κατοικήσουν οι ψυχές των δικαίων;»
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 43.