Ο Γέροντας Παΐσιος, αναζητώντας Κελλί στην Καψάλα, θέλησε να μείνη με τον γερω-Μηνά τον Ρουμάνο, που ήταν αόμματος, για να τον γηροκομήση. Αλλά το Μοναστήρι στο οποίο ανήκει το Κελλί δεν του έδωσε ευλογία. Στον δρόμο παρακάλεσε με δάκρυα: «Παναγία μου, για όλους έχεις κατοικία στο Περιβόλι σου, για μένα δεν έχεις;».
Στις 27 Φεβρουαρίου, ημέρα που του είχε εμφανισθή η αγία Ευφημία, βρήκε, καθ’ υπόδειξη του πνευματικού του γερω-Ιωακείμ, την “Παναγούδα” που ήταν αμπελικιά μέχρι τότε της Ι. Μ. Κουτλουμουσίου. Το γεγονός το αισθάνθηκε ως ευλογία της Αγίας και συγκινημένος την ευχαρίστησε για την πρόνοιά της. Οι πατέρες της Μονής ολοπρόθυμα και ενθουσιασμένοι δέχθηκαν την αίτηση του Γέροντα, και αφού προσκόμισε το απολυτήριό του, μετέτρεψαν την αμπελικιά σε Κελλί παρέχοντάς του ομόλογο.
Η Καλύβη της “Παναγούδας” βρίσκεται στην απόληξη λοφίσκου, ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση. Είναι κοντά στο μονοπάτι που συνδέει τις Καρυές με την Ιβήρων και απέναντι από την Σκήτη του αγίου Παντελεήμονος. Το Εκκλησάκι κατέχει τη νοτιοανατολική γωνία της Καλύβης και τιμάται στην Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου (γι’ αυτό είναι γνωστή ως “Παναγούδα”, δηλαδή μικρή Παναγία). Είναι στα δεξιά του διαδρόμου, μόλις εισέρχεται κανείς από την είσοδο, ενώ αριστερά είναι το κελλί του Γέροντα. Στην συνέχεια το δεξιό κελλί το διαμόρφωσε σε Αρχονταρίκι και αριστερά έκανε το εργαστήριό του. Μια πόρτα βγάζει στην απλωταριά με θέα προς τις Καρυές.
Αν και επιζητούσε ησυχαστικό Κελλί στη Νότια πλευρά του Όρους, όμως έκανε θυσία χάριν των προσκυνητών να βρίσκεται σε πιο προσιτό γι’ αυτούς μέρος, στην “Παναγούδα”. Είναι ένα μικρό συμμαζεμένο Κελλί, όχι πολύ μακρυά από τις Καρυές, για να μην ταλαιπωρούνται οι προσκυνητές και να μπορούν να διανυκτερεύουν στα κοντινά μοναστήρια. Να διασκορπίζωνται, ώστε να μην πέφτη το βάρος της φιλοξενίας μόνο σε ένα μοναστήρι.
Έφερε νερό πόσιμο με πλαστικό σωλήνα από μια πηγούλα. Επειδή όμως στέρευε τους θερινούς μήνες, επιδιώρθωσε μια παλαιά υπόγεια στέρνα, την οποία γέμιζε από τον χειμώνα. Περιέφραξε την περιοχή της Καλύβης του με συρμάτινο πλέγμα, αφήνοντας δύο εισόδους. Έκανε και ένα πολύ μικρό κηπάκι, όπου φύτεψε λίγα αγριολάχανα, και καλλιεργούσε κρεμμύδια, μαρούλια και λίγες ρίζες ντομάτες· τίποτε άλλο.
Το Καλύβι είχε βασικές ελλείψεις, γιατί ήταν παλαιό και εγκαταλελειμμένο. Έλειπαν πόρτες, παράθυρα, ταβάνια· το πάτωμα είχε τρύπες και η σκεπή έβαζε νερά. Άρχισε με πολύ κόπο τις πλέον αναγκαίες επισκευές. Χρήματα δεν είχε, αλλά και δύσκολα δεχόταν. Όλη την ημέρα εργαζόταν και το βράδυ πήγαινε μια ώρα δρόμο με τα πόδια και έμενε σε ένα μαθητή του, όπου είχε μεταφέρει και τα λιγοστά του πράγματα. Στις εργασίες τον βοηθούσε ο μαθητής του και οι Κουτλουμουσιανοί πατέρες που διέθεσαν και τα ζώα για την μεταφορά των υλικών. Στην αρχή φρόντισε να τακτοποιήση το Εκκλησάκι και ύστερα το κελλάκι του, για να μπορή να διανυκτερεύη.
Κάποια ημέρα, πηγαίνοντας στην “Παναγούδα” και σέρνοντας τα πόδια του από την κούραση, σκεφτόταν: «Νάταν τουλάχιστον έτοιμο το κρεββάτι να μπορούσα λίγο να ξεκουραστώ». Φθάνοντας, είδε ένα ασκητικό κρεββάτι από μια πόρτα, που είχε φτειάξει κάποιος μοναχός!
Εκτός από την ολοήμερη κοπιαστική εργασία είχε και τον κόσμο. Ετοίμαζε το τσιμέντο και, όταν έρχονταν άνθρωποι με προβλήματα, καθόταν μαζί τους και τους άκουγε. Όταν πήγαινε να εργασθή, το τσιμέντο είχε πήξει. Αλλά δεν αγανακτούσε. «Οι άνθρωποι έχουν τα βάσανά τους. “Τσιμέντο να γίνη” το τσιμέντο», έλεγε χαριτολογώντας, διασκεδάζοντας την δική του κόπωση αλλά και την θλίψη των άλλων. Ανέβαινε να επιδιορθώση την σκεπή, έρχονταν προσκυνητές, πάλι κατέβαινε. Όταν έφευγαν, ξανανέβαινε για να συνεχίση. Αυτό γινόταν συχνά μέχρι που εγκαταστάθηκε στο Κελλί, αλλά και στην συνέχεια.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 285.