Dogma

Η Εκατονταετηρίδα του Χατζηεφεντή

Του Μάρκου Μπόλαρη, Νομικού, στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Μπήκε στο χωριό ένα απόσπασμα τζαντερμάδων, από την πρωτεύουσα της επαρχίας,

ξεκαβαλίκεψαν στην πλατέα του χωριού, ρωμέικο ήταν το χωριό, εκεί στην Καππαδοκία, αιώνες δουλωμένο το χωριό, από πότες, έχασαν το μέτρημα, μα ούτε την γλώσσα τους έχασαν ούτε την πίστη τους ποτές διαπραγματεύτηκαν, ξεκαβαλίκεψαν οι Τούρκοι και ζήτησαν τον Πρόεδρο του χωριού, τον θέλουν για σοβαρή υπόθεση, κατακαλόκαιρο, στ’ αλώνια όλο το χωριό, είχε τελειώσει το θέρος, τον άρτον ημών τον επιούσιον, έστειλαν να φωνάξουν τον Πρόεδρο, φαμελιάρης άνθρωπος μαθές ήταν κι αυτός, στ’ αλώνια πάλευε τον καρπό να συνάξει στο τσουβάλι, τα παράτησε για να γυρίσει στο χωριό, ούτε είχε καιρό να αλλάξει, τίναξε την σκόνη από πάνω του.

Είδε ότι με τους τζαντερμάδες ήταν κι ένας γραμματικός μαζί, τούτον καθώς φαίνεται συνόδευαν οι Τούρκοι χωροφύλακες, σερβιρίστηκε το τσάι για το καλωσόρισμα, ο Πρόεδρος είχε μηνύσει και στους δημογέροντες να σπεύσουν, καταλάβαινε την σπουδαιότητα της επίσκεψης,

τα νέα φτερωτά προλαβαίνουν, έπεα πτερόεντα, μας ξεσκόλισε ο γέρο Όμηρος, είχαν έρθει, είχαν προλάβει σαν μαύρο σύννεφα πριν την καταιγίδα επί πτερύγων ανέμων και στα Φάρασα, όταν μαζωχτήκαν όλοι στον καφενέ της πλατέας, ο γραμματικός, της κυβέρνησης ως αποκρισάριος, έβγαλε ένα επίσημο έγγραφο από την δερμάτινη σάκκα του, σηκώθηκε όρθιος και το ανέγνωσε στεντορεία τη φωνή, αργά κι επίσημα, μπορεί οι παντέρμοι να γνώριζαν τι είχε συμφωνηθεί ανάμεσα στα δυό κράτη, μπορεί να πρόφτασαν τα μαντάτα να ρθούν, μα, η ελπίδα τελευταία πεθαίνει, τώρα, τούτη την ώρα της επίσημης ανακοίνωσης της ανταλλαγής, τώρα που ακούγαν τον γραμματικό αργά κι επίσημα να διαβάζει το πρόσταγμα της αποχώρησης από την πατρογονική γή των Πατεράδων τους, τώρα, που ενωτίστηκαν ξεκάθαρα τα συμφωνημένα της ανταλλαγής, του ξεσπιτωμού,

τώρα ανατρίχιασαν, τώρα πάγωσαν, πράγματι αποσβολώθηκαν.

Ο Πρόεδρος έφερε ένα γύρω την ματιά, βουρκωμένα τα μάτια, κατεβασμένα τα κεφάλια, σε σαράντα μέρες πρέπει να έχετε φύγει, θα πάρετε μαζί σας ότι κουβαλιέται, στη θάλασσα θα βγείτε, θα ανέβετε τον Ταύρο, θα κατηφορίσετε, βαπόρι ελληνικό θαν έρθει να σας παραλάβει, στην Ελλάδα ανταλλάξιμοι θα πάτε, μουσουλμάνοι θα ρθούν στον τόπο σας από εκεί,

θόλωσαν τα μυαλά, η Αυτοκρατορία είχε πέσει πρίν σχεδόν πεντακόσιους χρόνους, αυτοί εδώ, Ακρίτες, τι λέω πεντακόσιους, είχαν έρτει προηγούμενα Πέρσες κι Άραβες, Μογγόλοι και Τούρκικες φυλές λογιώ – λογιώ, Σταυροφόροι από την Φραντσία,

ο Διγενής πάλιν και ξανά ψυχομαχεί,

μα όχι, χίλιους τόσους χρόνους στις ακρώρειες,

όχι δεν απόθανε, η φύτρα εδώ παρούσα κι ανθηρή, που να πάμε, αναρωτιούνται,

ένα μουρμουρητό στα χείλια, εδώ είναι ο τόπος μας, εδώ η πατρίδα μας , τα γονικά μας εδώ, τα μνήματα πάππων μας και των προσπάππων, άλλοι μονολογούν, άλλοι σηκώνουν φωνή,

οι εκκλησιές μας και τα ξωκλήσια μας, εδώ, το σχολειό μας και τα καμπαναριά μας, εδώ, τα σπίτια μας, τα ομορφόσπιτά μας, εδώ, τους κοίταζαν αμήχανα οι ντζαντερμάδες, κοίταζε κι ο γραμματικός, μαζί γεννηθήκαν μαζί μεγαλώσαν, αιώνες μοιράζονται τον τόπο, μα ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι καρπό δυστυχισμένοι, Παγκόσμιος ο Πόλεμος που προηγήθηκε και σφαχτήκαν εκατομμύρια ανθρώποι, μέτωπο στην Ευρώπη, μέτωπο και στη Μέση Ανατολή, μέτωπο στον Ελλήσποντο, μέτωπο και στη Μακεδονία, διάλυσε η Ρωσσική Αυτοκρατορία από την επανάσταση των Μπολσεβίκων, διάλυσε κι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπήκαν οι Έλληνες στη Μικρασία, ανέλαβε Αρμοστής στη Σμύρνη, αναθάρρεψαν ετούτοι οι ξεχασμένοι της Καππαδοκίας,

μα λάθη κι εγκλήματα, ακολουθούν, εγκλήματα και προδοσίες, σωρρεύονται, ανίκανοι και άθλιοι, αγκωνίζονται, κι ούτως ο περήφανος νικητής των ΒαλκανικώννΠολέμων και του Α‘ Παγκόσμιου, πέφτει κυνηγημένος στη θάλασσα.

Κύριε των Δυνάμεων, σφαγιάστηκαν οι Χριστιανοί της Ανατολίας, οι Αρμεναίοι πρώτα κι ύστερα οι Ρωμιοί, στον Πόντο, στη Μικρασία και την Θράκη, οι Χαλδαίοι, οι Συρορθόδοξος, οι Ασσύριοι, γενοκτονίες προσχεδιασμένες, καλό μελετημένες κι εκτελεσμένες, οι Τούρκοι αυτουργοί, με Γερμανούς ηθικούς αυτουργούς,

πάει το όνειρο της Δημοκρατίας του Πόντου, βουρκώσαν τα μάτια, κι ας συνέδραμε ο Τραπεζούντος Χρύσανθος στα Παρίσια τον Ελευθέριο Βενιζέλο,

τούτη τη γή που την κατοικούν χιλιάδες χρόνους να εγκαταλείψουν πρέπει, σηκώνουν τα χέρια στον ουρανό, κι ότι μπορούν να πάρουν στα χέρια, σπίτια και χωράφια, υποστατικά και σταύλοι, μάντρες και γιοφύρια, τα ρυάκια και τα δάση, το βουνό και οι Χιονισμένες βουνοκορφές του, εδώ θα μείνουν, ο μυρωμένος αγέρας του, εδώ,

τα κοιμητήρια των πατέρων, εδώ, που μας διώχνουν, γιατί μας ξεπατρίζουν, σε τι φταίξαμε, το νέο σαν αστραπή μεταδόθηκε, ο θρήνος άρχισε, οι γυναίκες πρωτοστατούν, σήκωσαν φωνή, στου Γέροντα, του Χατζηαφεντή το σπίτι, μαζεύονται, τον πόνο να πουν, το αδιέξοδο να περιγράψουν, την απελπισία τους να αφηγηθούν.

Τούτος ο αγιασμένος παππούς σαν παλαιός των ημερών κριτής άμα τε και προφήτης, την μικρή τούτη ρωμέικη κοινότητα συνήχε, ήταν το καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, εκατόν χρόνους ακριβώς πριν,

το πήραν απόφαση, δεν γίνετε κι αλλιώς,

θα βγούν στον δρόμο, όπως οι Εβραίοι τότες με τον Μωυσή, γιά την Γή της Επαγγελίας θα κινήσουν,

θα είναι άραγες της Επαγγελίας η Γή, η Ελλάδα θα φανεί τάχατες αντάξια, θα φανεί, θα δούμε,

με έγνοια το συμμάζεμα, συντεταγμένη η πορεία στο λιοπύρι του Αυγούστου, ο γέρο Αρσένιος ογδοηκοντούτης επικεφαλής, τα Άγια μαζέψαν, Εικόνες και Ιερά, βιβλία και δίπτυχα, κι όλα τα χρειαζούμενα, η ζωή συνεχίζεται,

στον Πειραιά πρωτοβγήκανε, κι ύστερα στην Κέρκυρα τους στείλανε, εκεί στις σαράντα ημέρες, όπως τους είχε πρωτοπεί, ακόμη πριχού φύγουνε από τα Φάρασα, εκεί στις σαράντα ημέρες, αφού είχε εξασφαλίσει το μικρό του ποίμνιο, ώχετο γιά την Χώρα των Ζώντων, ο παππούς Αρσένιος της Καππαδοκίας νέος Αστήρ, είχε βαφτίσει πριν ξεκινήσει η πορεία το νεογέννητο αγόρι του Προέδρου, Αρσένιο το ονόμασε, αυτόν που ύστερα στην κουρά του τον είπανε Παίσιο, Αγιοτόκος η Καππαδοκία, δυό χιλιάδες χρόνους, τέτοια μέρα ήταν, πρίν από εκατόν ακριβώς χρόνους σαν σήμερα, στες δέκα του Νοέμβρη του Σωτηρίου έτους χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, που

ο πνευματοφόρος αμή και σημειοφόρος Παππούς, για συνάντηση κίνησε των άλλων Καππαδοκών, Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου προεξαρχόντων, τύπον ημίν καταλιπών, χάρτη ναυσιπλοίας ιδιοχείρως μας ενεχείρισε,

διό εγνωμόνως μακαρίζουμε!

Καππαδόκες τε και μή!