Και πρώτα ως σώμα Του: «Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας» (Κολ. 1.18), «ήτις εστί το σώμα αυτού» (Εφ. 1.23). Άρα είμαστε όλοι «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. 12.27), αφού «οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ» (Ρωμ. 12.5).
Η παρομοίωση της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και των πιστών ως μελών της είναι πολύ προσφιλής στον Παύλο· επανέρχεται συχνά. Τί θέλει να τονίσει;
Εξαίρει τον στενό σύνδεσμο που έχουμε με τον Χριστό· τόσο στενό, όσο τα μέλη με την κεφαλή. Βέβαια δε ο Χριστός δεν είναι ένα κάποιο μέλος της Εκκλησίας, αλλά η κεφαλή της και ο «σωτήρ του σώματος» (Εφ. 5.23). Η Εκκλησία άρα είναι θεανθρώπινος οργανισμός. Το τελευταίο είναι τόσο πραγματικό, όσο το ότι ιδρυτής της είναι ο Θεάνθρωπος.
Δευτερογενώς, αφού όλοι συναποτελούμε μέλη του κοινού σώματος, άρα είμαστε συμ-μέλη, άρα έχουμε στενό σύνδεσμο και επαφή και μεταξύ μας επίσης. Κατευθυνόμαστε σε κοινότητα βίου, τροφοδοτούμαστε και σωζόμαστε από την μια και κοινή κεφαλή (πρβλ. Α’ Κορ. 10.17· Εφ. 4.15).
Κάθε μέλος χωριζόμενο από το σώμα νεκρώνεται. Όταν το δάχτυλο αποκόπτεται από το σώμα, πεθαίνει. Όταν το αυτί αποσπάται από το σώμα, πεθαίνει. Κάθε χριστιανός απομακρυνόμενος από την Εκκλησία χάνεται. Η Εκκλησία είναι η καταφυγή, το λιμάνι μας ή καλύτερα η οικογένειά μας, η οικογένεια του Θεού Πατρός, όπου «πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς» έχουμε τον Χριστό (Ρωμ. 8.29). Είναι ο θησαυρός της ζωής! Δεν είναι κάτι πλεοναστικό, του τύπου «καλό κάνει, κακό δεν κάνει», αλλά είναι το απαραίτητο, όσο απαραίτητη είναι η ζωή. «Ότι εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» διαχρονικά (Ιω. 14.19) βεβαίωσε ο Κύριος, η κεφαλή μας, που είναι ανάρχως «η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14.6).
Αν στην εικόνα σώματος-κεφαλής τονίζεται η στενή σχέση, στην εικόνα γαμπρού-νύφης τονίζεται η εκούσια σχέση. Πρόκειται για δυνατό μεταφορικό λόγο. Τα όργανα του σώματος δεν διαθέτουν αυτοσυνειδησία και ελευθερία βουλήσεως. Είναι συγκολλημένα παθητικά, θα λέγαμε. Πολύ πιο ανώτερη κοινωνία εκφράζει η ένωση νυμφίου-νύφης. Συνιστά συγκεκριμένη κοινωνία συγκεκριμένων προσώπων, όχι αφηρημένες και ασυναίσθητες καταστάσεις. Εδώ έχουμε αυτοπροαίρετη και ενεργητική αγαπητική φορά και συναρμογή. Αν επιπλέον επισημάνουμε και την πνευματική πλευρά των γάμων, τότε η εικόνα καθίσταται ισχυρότερη.
Ο Ιησούς την Εκκλησία «περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πρ. 20.28), δηλαδή την απέκτησε και «κατέκτησε» με αυτό το ίδιο το αίμα Του.
Ο ίδιος ο Κύριος απαντώντας σε αιτιάσεις φαρισαϊκών αφετηριών σχετικές με τη νηστεία, αυτοορίσθηκε έστω και αινιγματικά ως νυμφίος. Αποκρίθηκε ρωτώντας «Μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, νηστεύειν;» (Μάρκ. 2.19).
Παραπλήσια εκφράσθηκε και ο Πρόδρομος. Δεν ήταν αυτός ο νυμφίος, αφού «ο έχων την νύμφην νυμφίος εστίν». Δεν ήταν ο Χριστός· ήταν μόνο ο φίλος Του (Ιω. 3.28).
Από την άλλη έπειτα πλευρά έχουμε σαφείς μνείες της Εκκλησίας ως νύμφης. Μας αποκαλύπτει ο Θεολόγος Ιωάννης στο τελευταίο βιβλίο της Βίβλου:
«Και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής» (Αποκ. 21.2). Η καινούργια ουράνια Ιερουσαλήμ συμβολίζει «την νύμφην την γυναίκα του αρνίου» (Αποκ. 21.9). Στα δε ακροτελεύτια όλης της Αγίας Γραφής, στα έσχατα, «το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν· έρχου… Κύριε Ιησού» (Αποκ. 22.17,20).
Αυτή η μεγάλη πραγματικότητα της συναφείας Χριστού-Εκκλησίας βιώνεται έντονα τη Μεγάλη Εβδομάδα. Οι ακολουθίες των πρώτων ημερών της καλούνται «νυμφίοι», αφορμώμενες και από την παραβολή των δέκα παρθένων (Ματθ. 25.1-13), που θ’ ακουσθεί τότε. Μέσα στη νύχτα, στο σκοτάδι της αμαρτίας, της αγνοίας και της πλάνης, συλλογικής και ατομικής, έρχεται ο Λυτρωτής για τους γάμους με την Εκκλησία και με την ψυχή.
Η προίκα που οι γαμπροί έδιναν –και δίνουν και σήμερα σε μερικά έθνη– για την απόκτηση της νύφης, στην περίπτωση του Θεανθρώπου εξαργυρώθηκε και μεταφράσθηκε σε «αιμοδοσία» Του. Η δε μετάγγιση του αίματος του Θεανθρώπου ανθρωποθεώνει την Εκκλησία.
Ιερομόναχος Ιουστίνος