Πολλές φορές βλέποντας ένα φτωχό να ζητιανεύει περνάνε αμέσως στο μυαλό μας κάποιοι δισταγμοί.
– Να δώσω ή να μη δώσω; Άραγε ζητάει από ανάγκη ή από σύστημα;
Η απάντηση όμως δε χωράει δισταγμό. Σίγουρα πρέπει να δώσουμε κάτι.
– Μα είναι απατεώνας! Είναι αχαΐρευτος!
Δεν πειράζει, αδελφέ μου. Εσύ δώσε για να είσαι εντάξει απέναντι στο Θεό κι από κει και πέρα, αν αυτός είναι τεμπέλης, αχαΐρευτος, αχάριστος, ας κρίνει ο Θεός. Ας μη μείνει κρίμα επάνω μας κι από κει και πέρα ο Θεός με τη Σοφία του θα κάνει αυτό που πρέπει.
Είναι αλήθεια οτι πολλές φορές όλους μας κακοφαίνεται. Εσύ δίνεις χρήματα σε κάποιον να πάρει κάτι για τα παιδιά του κι εκείνος ο αχαΐρευτος πάει και τα τρώει ή τα πίνει εδώ κι αλλού.
Εδώ όμως χρειάζεται διάκριση. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες συμφωνούν οτι όλα πρέπει να γίνονται με διάκριση. Δηλαδή, αν είσαι βέβαιος οτι θα πάει να τα σπαταλήσει σε κάποιο κακόφημο μαγαζί είναι προτιμότερο να πάρεις μια τσάντα τρόφιμα και να τα στείλεις στα παιδάκια του.
Αν ξέρεις οτι υπάρχει το ενδεχόμενο να τα παίξει τα χρήματα στα χαρτιά ή στα ζάρια είναι καλύτερα να πάρεις τα παιδιά από το χέρι και να πας σ’ ένα κατάστημα να τα ντύσεις.
Σε καμιά όμως περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνούμε οτι υπάρχουν κι άνθρωποι με αδύνατους χαρακτήρες, που εύκολα παρασύρονται από τα πάθη.
Η ελεημοσύνη, λοιπόν, πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε και πάντα με διάκριση. Κι ακόμη –κι αυτό είναι πολύ σημαντικό– πρέπει να γίνεται με καθαρή καρδιά. Φιλοδοξίες, υστεροβουλίες, θεατρινισμοί, δημοσιότητα της καλής πράξης αφαιρούν κάθε θετικό στοιχείο.
Ο Κύριος είπε, όταν κάνουμε την καλή πράξη, να μη ξέρει ούτε το αριστερό χέρι τι κάνει το δεξί.
Αν είναι να κάνουμε ένα καλό και να το μάθουν όλοι, τότε καλύτερα να μην το κάνουμε. Κι όμως πολλές φορές με την απερισκεψία μας και την επιπολαιότητά μας, και προπαντός με την επίδειξή μας, φέρνουμε σε δύσκολη θέση αυτούς που βοηθούμε.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που στις μέρες μας βλέπουμε να γίνεται πολύ συχνά. Δηλαδή:
– Πάλιωσαν τα παπούτσια μας και πέρασε η μόδα τους! Δώσε τα δίπλα στο φτωχό.
– Γέμισε η ντουλάπα με φορέματα και δεν έχει χώρο πού να βάλουμε τα καινούρια! Δώσε τα απέναντι στο φτωχό.
– Περίσσεψε το φαγητό κι είναι για πέταμα! Δώσε το στο φτωχό.
Πιστεύει αλήθεια κανείς οτι μια τέτοια “απλοχεριά” είναι πραγματικά ελεημοσύνη;
Βέβαια, ο καημένος ο φτωχός τι να κάνει; Τα παίρνει. Μήπως μπορεί να κάνει κι αλλιώς; Ίσως λέει και ευχαριστώ. Γιατί σε τελευταία ανάλυση φοβάται κιόλας. Σου λέει, αν δεν το πάρω τώρα, ενδεχομένως αύριο που θα χρειαστώ κάτι, να μη μου ανοίξουν και την πόρτα.
Αλλά, αδέλφια μου, σκεφτήκαμε ποτέ πού πηγαίνει τελικά αυτή η ελεημοσύνη; Μήπως πηγαίνει κατ’ ευθείαν σ’ Εκείνον που έγινε φτωχός για εμάς; Δηλαδή στο Σωτήρα μας και Λυτρωτή μας; «Όσα κάνατε σ’ ένα από τα αδέλφια μου τα μικρά και ασήμαντα, είναι σαν να τα κάνατε σε μένα τον Ίδιο» (Ματθ. 25:40).
Είναι όμως δυνατόν ο Βασιλεύς των Βασιλέων να δέχεται τέτοιες προσφορές;
Βέβαια και το παλιό και το ξεπερασμένο έχει κι αυτό τη θέση του, αλλά βέβαια με αγάπη και σεβασμό στον πλησίον. Γιατί σύμφωνα με τη Θεία Οικονομία τίποτα δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένο, και τα παλιά ακόμη έχουν τη θέση τους και τη βόλεψή τους. Αλλά κοντά στα παλιά πρέπει να μπει και κάτι καινούριο. Δώσε μαζί και λίγα χρήματα και λίγα τρόφιμα. Τότε μάλιστα. Είναι ολοκληρωμένη ελεημοσύνη.
Αλλά αυτό που ακούγεται συχνά οτι τους δώσαμε ρούχα σε “καλή κατάσταση” είναι λιγάκι τολμηρό. Κανείς δε δίνει το καινούριο για να κρατήσει το παλιό. Άλλο κόντυνε, άλλο στένεψε, άλλο πέρασε η μόδα του. Αλλά “του κουτιού” δεν είναι. Συνεπώς δεν λογαριάζεται έτσι σκέτο σαν ελεημοσύνη.
Το θέμα είναι πολύ μεγάλο. Πάντως, για να καταλήξουμε κάπου, πρέπει να αναφέρουμε αυτό που είπε ο Φίλων ο Ιουδαίος: «Πολλές φορές νομίζουμε οτι όταν κάνουμε ελεημοσύνη, κάνουμε κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα. Και δεν σκεπτόμαστε λίγο οτι αυτά που δίνουμε στην ουσία είναι κάποιου άλλου, δηλαδή του Θεού. Στην πραγματικότητα εμείς δίνουμε κάτι ελάχιστο απ’ αυτά, που συνολικά εμείς παίρνουμε άφθονα, σαν ευλογία απ’ το χέρι του Θεού». Αν καθίσουμε και το εξετάσουμε καλά, θα δούμε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, “παίρνουμε και όχι δίνουμε”.
Από το βιβλίο: Ιωάννης Στόγιας, Πιστοί στην Παράδοση, σελ. 15.