Dogma

Η ελληνική λαϊκή λατρευτική ζωή στις σύγχρονες εκδοχές της – Β΄

Του Δρος Μ. Βαρβούνη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Ο χώρος στον οποίο αναπτύσσονται και υπάρχουν οι μορφές της λαϊκής ευσέβειας είναι, κατά κύριο λόγο, το άστυ, αν και με την εξαγωγή του αστικού τρόπου ζωής στην ύπαιθρο μπορούμε να συναντήσουμε παρόμοιες μορφές και στην ελληνική επαρχία. Διαμορφώνεται έτσι μια νέα παράδοση, αστικής προέλευσης, με παγκοσμιοποιημένες μορφές, που ωστόσο προσαρμόζονται στα εθνικά και τοπικά πολιτισμικά δεδομένα και πρότυπα κάθε περιοχής. Αποτελεί, άλλωστε, αυτό μια πραγματικότητα, που θα επιδράσει σημαντικά στο περιεχόμενο και στην μέθοδο της επιστήμης της λαογραφίας, τα χρόνια που έρχονται. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε την διαμόρφωση μιας νέας παράδοσης, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των μεταβατικών καιρών και των εποχών πολιτισμικών μετασχηματισμών, στους οποίους ζούμε.

Μία τάση που κυριαρχεί, στις μορφές αυτές σύγχρονης λαϊκής θρησκευτικότητας, είναι η μεταφορά των συνηθειών του τόπου προέλευσης, της ιδιαίτερης μικρής πατρίδας, στο νέο αστικό τόπο εγκατάστασης και ζωής. Στο επίπεδο της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς, αυτό κυρίως σημαίνει ότι οι προερχόμενοι από έναν τόπο μεταφέρουν στο άστυ τις συνήθειές και τα έθιμά τους, στο οικογενειακό ή στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για συνήθειες της οικιακής λατρείας, για σπιτικά έθιμα, που συνεχίζουν να τελούνται, ακόμη και στο άξενο περιβάλλον των πολυκατοικιών, ή στο πολυσυλλεκτικό περιβάλλον των μεγαλουπόλεων. Στην δεύτερη όμως περίπτωση, η τέλεση των εθίμων συνεπάγεται συλλογική συμμετοχή και κοινωνική αποδοχή, όπως αυτά εξασφαλίζονται μέσα από τη δράση των εθνοτοπικών μας συλλόγων. Μεταφορές πανηγυριών του γενέθλιου τόπου, αφιερώσεις σχετικών εικόνων – αντιγράφων της κύριας θαυματουργής εικόνας κάθε τόπου, ακόμη και τέλεση ειδικών λειτουργιών και αρτοκλασιών από τα μέλη των συλλόγων αυτών, αποτελούν τις κύριες εκδηλώσεις των σύγχρονων μορφών λαϊκής θρησκευτικότητας.

Ο ελληνικός λαός τιμούσε πάντοτε τους αγίους, την Παναγία και τις μεγάλες εορτές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου με πανηγύρια, όπου συνδυάζονταν το πνευματικό μέρος της πανηγύρεως, η λατρευτική ζωή και η λειτουργική τιμή με πλευρές της κοινωνικής ζωής, όπως η ψυχαγωγία, η σύσφιξη των κοινωνικών σχέσεων, ακόμη και οικονομικές συναλλαγές ή συμφωνίες. Ο λαός πίστευε ότι οι άγιοι, με τη χάρη τους, ευλογούν όλες αυτές της παραδοσιακές δραστηριότητες, γι’ αυτό και η Εκκλησία, ενώ κατ’ αρχάς ήταν αντίθετη σε κάθε εκδήλωση που διασπούσε ή διατάρασσε την πνευματικότητα κάθε εορτής, κατόπιν άρχισε να συγχωρεί και να ανέχεται αυτές τις εκδηλώσεις, στο βαθμό βεβαίως που δεν ξεπερνούσαν το μέτρο, ως δείγματα μιας ιδιότυπης ίσως, αλλά πάντως γνήσιας και ανυπόκριτης ευσέβειας .

Η μετακίνηση μεγάλων μαζών πληθυσμού στα αστικά μας κέντρα, είτε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, είτε στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις και πρωτεύουσες νομών, κατά τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και εντεύθεν, δημιούργησε νέες συνθήκες για τις εκδηλώσεις του παραδοσιακού μας πολιτισμού, και για τις θρησκευτικές πανηγύρεις κατ’ επέκταση. Τις συνθήκες αυτές καλούνται να καταγράψουν και να μελετήσουν επιστημονικοί κλάδοι όπως η λαογραφία και η κοινωνιολογία, καλείται δε να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί η Εκκλησία, στα πλαίσια της ευρύτερης ποιμαντικής μέριμνας και φροντίδας της. Κι αυτό επειδή οι εκδηλώσεις αυτές έχουν ως επίκεντρο και αφορμή τον πανηγυρίζοντα ναό και την συγκεκριμένη θρησκευτική γιορτή, από την οποία συναρτάται και η συμμετοχή του λαού, που δεν θα συνέρεε στον τόπο εκείνο αν δεν υπήρχε το πανηγύρι.

Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος πρώτος μελέτησε, στη δεκαετία του ’60 τα πανηγύρια της Αθήνας, διαπιστώνοντας ότι σε αυτά επιζούσαν ακόμη παραδοσιακές συνήθειες και πρακτικές, αλλά και είχαν ενσωματωθεί δεδομένα που οι κάθε είδους εσωτερικοί μετανάστες είχαν φέρει μαζί τους στην πόλη. Με τα χρόνια, διαμορφώθηκε ένα ενιαίο λαϊκό τυπικό για τις αστικές πανηγύρεις, διαφαίνονται όμως ακόμη και αναμνήσεις από τοπικά έθιμα, ιδίως σε περιοχές που έχουν εγκατασταθεί σχεδόν συμπαγείς πληθυσμοί από μία περιοχή της Ελλάδος, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο Γαλάτσι με τους Ναξίους ή στο Μαρούσι με τους Σιφνίους.

Το πράγμα δεν είναι παράδοξο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο ελληνικός λαός υπήρξε ανέκαθεν τόσο δεμένος με τον ορθοδοξία, ώστε όλες τις κοινωνικές και πολιτισμικές εκδηλώσεις του τις συναρτούσε με στιγμές της ορθόδοξης λειτουργικής και λατρευτικής ζωής, αλλά και του ορθόδοξου εορτολογίου. Την ιδιαίτερη πατρίδα, που νοσταλγεί, ο αστός έχει συνδέσει άρρηκτα με την τιμή των αγίων και των θαυματουργών της εικόνων, ακριβώς όπως ο Έλληνας μετανάστης του εξωτερικού συναρτά άμεσα στην κοινωνική του ζωή και την επαφή του με τους ομοεθνείς και ομογενείς του με την ορθόδοξη Εκκλησία και τις εκδηλώσεις της. Και είναι αυτή η ψυχολογική σχέση και αμεσότητα που αποτελεί τον στόχο όλων εκείνων, οι οποίοι μηχανεύονται – επί ματαίω – την αποκοπή του λαού μας από τις ρίζες και την παράδοσή του.