Είναι ακόμη χαρακτηριστική η συναίσθηση της αμαρτωλότητας που συνοδεύει τις προσευχητικές δεήσεις του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Ἡ ἐπίκλησις τῆς θείας συγκαταβάσεως καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ εἶναι τό μόνιμον αἴτημα τῶν προσευχῶν τοῦ ἁγίου Συμεών· πέραν τούτου ὅμως δέν παραλείπει νά εὐχαριστῆ καί νά δοξολογῆ τόν Θεόν Λόγον, ὁ ὁποῖος κατεδέχθη νά γεννηθῆ ταπεινός ἄνθρωπος, διά νά τόν σώση ἀπό τήν ἁμαρτίαν. Εἶναι δήλ. φανερόν καί ἔντονον τό προσωπικόν στοιχεῖον, τό ὁποῖον προσπαθεῖ νά ἀποδώση εἰς τήν σάρκωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου· βλέπει εἰς αὐτήν τήν προσωπικήν του σωτηρίαν· αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀντίληψις εἶναι πού κάνει νά κατανύσσεται ἡ ψυχή του καί νά πλημμυρίζη ἀπό δάκρυα ταπεινώσεως καί ἀναξιότητος»[1].
Ο προσευχόμενος μέσω της δοξολογίας, της ευχαριστίας, ακόμη και μέσω των ικετευτικών αιτηάσεών του οδηγείται στην «θεώρηση τῆς φύσης ἤ γιά μεγαλύτερη ἀκρίβεια στήν θεώρηση τῆς φύσης ἐν Θεῶ ἤ στήν θεώρηση τοῦ Θεοῦ μέσα καί μέσω τῆς φύσης»[2].
Άλλωστε, αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τους αγγέλους είναι το γεγονός ότι αυτός είναι «κατ’ εἰκόνα τῆς Σαρκώσεως». Η καθαρή πνευματικότητά του σαρκώνεται και διαποτίζει ολόκληρη την φύση με τις «ζωοποιές» της ενέργειες.
Στον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, παρασχέθηκε η δυνατότητα να κάνει ν’ αναβλύζουν οι αξίες της ύλης του παρόντος κόσμου, να δημιουργεί την αγιότητα και να είναι η πηγή της.
Παραπομπές:
[1] Σωτηρόπουλου Χαραλ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Βίος – Έργα- Διδασκαλία, (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις), Αθήναι 2002, σελ. 130. Ο ίδιος πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Τό περιεχόμενον τῶν προσευχῶν τοῦ ἄγ. Συμεών, ποικίλλει, προσδιοριζόμενον πάντοτε ἐκ τῶν ἐσωτερικῶν του ἀναγκῶν καί παρορμήσεων. Ὄλαι δέ αἵ αἰτήσεις τῶν προσευχῶν τοῦ φανερώνουν τήν μεγάλην ἀνάγκην, τήν ὁποίαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεόν καί τό πόσον ἀπαραίτητος εἶναι ἡ βοήθειά του, διά νά δυνηθῆ νά πληρώση τόν κενόν ἑαυτόν του ἀπό τήν χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἐξ’ αὐτῶν τῶν αἰτήσεων, ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι ἄλλαι μέν ἀναφέρονται καθαρῶς εἰς τήν ἀπόκτησιν τῶν ἀρετῶν ἤ τήν ἐνδυνάμωσιν πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ πονηροῦ, ἄλλαι δέ ἀναφέρονται εἰς τήν φανέρωσιν τοῦ θείου φωτός καί ἄλλαι ἔχουν καθαρῶς ἐσχατολογικόν χαρακτήρα» (αυτόθι, σελ. 131).
[2] Γουέαρ Καλλίστου, Ο Ορθόδοξος δρόμος, σελ. 135