Dogma

Η έννοια του προσώπου στην Ορθόδοξη Θεολογία

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Η υπέρβαση της “θεαματικής κοινωνίας” είναι προσωποκεντρική σε αντιδιαστολή με την έξαρση της ατομικότητας που επιφέρει το θέαμα και ταυτόχρονα σωτηριολογική γιατί μέσω της προσευχής ενσαρκώνεται το μαρτύριο ως μυσταγωγική χάρη, κάνοντας τον άνθρωπο μύστη και κοινωνό της “ἐν Χριστῷ” διακονίας.

Διαβάζουμε στο βίο του γέροντος Παϊσίου: «Ἦταν ἡ 28η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992. Σ’ ἕνα κελλί τῆς Καψάλας γινόταν ἀγρυπνία πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Μεταξύ τῶν πατέρων ἦταν καί ὁ γέροντας Παΐσιος πού ἐβλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τόν Ἅγιο Ἰσαάκ. Συμμετεῖχε στήν ἀγρυπνία ἀπό ἕνα κελλάκι πού ἦταν συνέχεια τῆς μικρῆς Λιτῆς. Τήν ἀγρυπνία παρακολουθοῦσαν καί δύο Ὀρθόδοξοι Λιβανέζοι, ἕνας κληρικός καί ἕνας νέος… Σέ μία στιγμή γύρισε νά πῆ κάτι ὁ κληρικός στό νέο καί βλέπει τό γέροντα ὄρθιο, ὑπερυψωμένον ἀπό τό ἔδαφος 25 – 30 ἑκατοστά, νά κρατᾶ μέ τό ἀριστερό χέρι τό κομποσχοίνι του καί νά βρίσκεται ὁλόκληρο μέσα σέ φῶς. Τά ἀκάλυπτα μέρη τοῦ σώματός του ἐξέπεμπαν φῶς? πολύ δυνατό φῶς! Ἀντικρύζοντας τό ἀσυνήθιστο καί ὑπερκόσμιο θέαμα τοῦ ἦρθε νά ξεφωνίση, ἀλλά δέν ἔβγαινε. Βλέποντας τήν ἔκπληξη τοῦ κληρικοῦ ἐστράφη καί ὁ νέος πρός τά πίσω καί εἶδε καί αὐτός τό ἴδιο θέαμα. Ὁ γέροντας εἶχε λίγο σκυμμένο τό κεφάλι προσέχοντας στόν ἑαυτό του. Φαινόταν εὐχαριστημένος καί μειδιοῦσε. Αἴφνης, δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν θαμβωμένοι ἀπό τό φῶς πού εἶχε δυναμώσει. Ὅταν σέ λίγο κατώρθωσαν νά σηκώσουν πάλι τά μάτια τους νά τόν κοιτάξουν, τόν εἶδαν πλέον  στήν φυσιολογική του κατάσταση»[1].

Η “Θεαματική Κοινωνία”  αποδείχθηκε ανίκανη να κατανοήσει τις ύψιστες αλληγορίες και τις συμβολικές εκφράσεις των πραγμώατων στο μεταμοντέρνο κόσμο. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μίμηση της εξωτερικότητας[2], στηριζόμενη στην εικονοκεντρική και αφηρημμένη σκέψη και οδήγησε στη διάλυση της πνευματικής ταυτότητας του προσώπου[3].

Παραπομπές: 

[1] Ισαάκ Ιερομ., Βίος γέροντος Παϊσίου του Αγειορίτου, σελ. 317 – 318.

[2] Γαϊτάνη Β., homo mediator και homo theologicus, σελ. 348.

[3] Αυτόθι, σελ. 343.