Ο όσιος Παναγής Μπασιάς ήταν ακούραστος στο να ευεργετεί. Ήταν εφευρετικός στις αγαθοεργίες, αλλά και τολμηρός με το θάρρος, που του έδινε η άψογη ζωή του. Συχνά έμπαινε σ’ ένα κατάστημα, άνοιγε το ταμείο, έπαιρνε όσα χρήματα ήθελε για τους φτωχούς και έφευγε.
Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες παρακολουθούσαν άφωνοι, γιατί γνώριζαν τον προορισμό των χρημάτων που έπαιρνε. Λένε μάλιστα ότι κάποτε ένας φούρναρης τον εμπόδισε να πάρει χρήματα και τα ζυμωμένα ψωμιά του δεν φούσκωσαν, μέχρι που του ζήτησε συγγνώμη.
Μια φορά ο φτωχός παπα-Θεόδωρος Κοντομίχαλος βρέθηκε σε φοβερή κατάσταση. Η πρεσβυτέρα του επρόκετο να γεννήσει και δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα. Ο όσιος Παναγής, μόλις το έμαθε, πήγε στο παντοπωλείο του Γεράσιμου Μωραΐτη, άνοιξε μπροστά σε όλους το κρυφό συρτάρι του, βρήκε έξι μεξικάνικα τάλληρα (κολονάτα) και τα πήρε. Βγήκε μετά έξω, συνάντησε τον παπα-Θεόδωρο και του τα έδωσε λέγοντάς του ότι θ’ αποκτήσει δίδυμα.
Ο ιερέας στη συνέχεια πήγε στο ίδιο παντοπωλείο και ζήτησε ν’ αγοράσει κάρβουνα για θέρμανση δίνοντας ένα τάλληρο. Ο καταστηματάρχης το αναγνώρισε, αλλά είπε ότι δεν λυπάται τόσο για τα χρήματα που στερήθηκε, όσο γιατί ο άγιος τού προφήτευσε σύντομο θάνατο και τον συμβούλεψε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Έχοντας έτσι απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του οσίου ετοιμάσθηκε και σε δεκαπέντε μέρες κοιμήθηκε.
Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ο όσιος συνδύασε το προορατικό χάρισμα με την υλική και πνευματική φιλανθρωπία. Παρόμοια πολλές φορές ενήργησε για να προλάβει κάποιο ηθικό ή φυσικό κακό. Μια βροχερή νύχτα συνάντησε κάποιον που πήγαινε να κάνει μια αμαρτία. Τον σταμάτησε και του φώναξε:
– Αμαρτωλέ, αμαρτωλέ! Γύρισε στο σπίτι σου.
Άλλοτε, μπήκε ξαφνικά στο σπίτι του Γεράσιμου Βώρου και του ζήτησε ένα πιστόλι, που ο ιδιοκτήτης το είχε γεμάτο. Οι οικοδεσπότες δεν του το έδωσαν, φοβούμενοι μήπως σκοτωθεί. Μετά από λίγες ημέρες ο Γεράσιμος θέλησε να το αδειάσει από τις σφαίρες, αλλά τραυματίστηκε και έκοψε το χέρι του. Τότε κατάλαβαν όλοι, γιατί ο όσιος είχε ζητήσει το πιστόλι.
Κάποια Αφροδίτη από την Κεφαλληνία είχε μία αδελφή, που κάποτε αγανάκτησε, σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό και έκανε μια ασεβή χειρονομία.
Σύντομα ήρθε η τιμωρία: Πλένοντας κάτι ρούχα, ένα μικρό βελόνι μπήκε στο χέρι της, δημιούργησε σε τρείς ημέρες γάγγραινα και το χέρι σάπισε. Οι γιατροί τής είπαν να το κόψει. Τότε η ευσεβής αδελφή της την πήρε και την πήγε στον όσιο Παναγή Μπασιά.
Ο άγιος ήταν βαριά άρρωστος στο κρεβάτι και πολλοί τον ξενυχτούσαν. Η Αφροδίτη πλησίασε στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι της αδελφής της επάνω του και μυστικά παρακάλεσε μέσα της:
– Παπα-Μπασιά μου, η ευχή του ας κάνει το χέρι της αδελφής μου καλά.
Τότε ο άγιος άνοιξε το στόμα του και είπε:
– Αφροδίτη. Το χέρι της αδελφής σου θα γίνει καλά! Δεν θα το κόψουν!
Ο γιατρός που εξέτασε το χέρι αργότερα, ομολόγησε ότι έγινε κάποιο θαύμα. Ήταν τελείως θεραπευμένο!
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος πρώτος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 134, 172.