Η «γνώση» του Θεού
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
O P. Evdokimov γράφει: «Δεν μπορούμε να έχουμε καμία γνώση του Θεού έξω από την κοινωνία ανθρώπου και Θεού, που είναι πάντοτε τριαδική και εισάγει στην κοινωνία Πατρός και Υιού. Τούτο μας επιτρέπει να κατανοούμε, γιατί ο Πατήρ δεν αποκαλύπτεται ποτέ άμεσα. Είναι η πηγή και ακριβώς γι’ αυτό είναι η σιωπή. Αποκαλύπτεται αιώνια η δυαδική όμως ενότητα Υιού και Πνεύματος είναι εκείνη που παρουσιάζει την κοινωνία αυτή, που ζωντανή εστία της είναι το Ποτήριον»[1].
Και συνεχίζει: «Η αγάπη είναι συγκεφαλαιωμένη η εικόνα της ενότητας, είναι ύψιστη διάδραση ως μια ιδιαίτερη κλίση για να φτάσει στο Θεό η πληρότητα του όντος… Μόνη η αγάπη γνωρίζει τον έρωτα, μόνη η αγάπη ενώνει τα όντα με τον Θεό, ενώνοντάς τα με τα άλλα όντα. Δεν είναι μόνο διάδραση ανθρώπου και Θεού, αλλά και τέλεια διάδραση ανθρώπου με άνθρωπο. Η αγάπη γίνεται μορφή χάριτος για να ξεπεράσει την αμαρτωλή κατάσταση του χωρισμού και της εγωκεντρική μονώσεως, συνταρακτικότατη αποκάλυψη που αναγγέλει ότι είναι η ίδια η φύση της αγάπης, που ο Θεός φέρνει στον άνθρωπο και ο άνθρωπος φέρνει στον Θεό του και που ζει από το βάθος της καρδιάς όταν αυτή είναι καθαρή και ανοιχτή στα ανθρώπινα όντα»[2].
Μέσα σ’αυτό το κλήμα της απόλυτης αποδοχής της ένσαρκης οικονομίας του Χριστού και της ευλογίας που η αγιαστική χάρη Του απορρέει, ο γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ καταθέτει: «Ὁ βαθύς θρῆνος τῆς συνόλου ἠμῶν ὑπάρξεως, ὅστις γεννᾶται ἐκ τῆς καιομένης ἐν ἠμίν ἀγάπης κατά τήν ὥραν τῆς ὑπέρ τοῦ κόσμου προσευχῆς, δύναται νά φθάση εἰς ἔντασιν ὑπερβαίνουσαν τήν ἀντοχήν ἠμῶν. Τότε τό πνεῦμα ἠμῶν ἐξέρχεται πρός τήν θείαν αἰωνιότητα καί ἡ προσευχή παύει. Τοσούτον ἐπωδύνως προπαρασκευάζεται ἡ μακαρία ἔξοδος τοῦ πνεύματος ἠμῶν πρός τόν Θεόν. Ἐν τή ἀπιστροφή ὅμως αὐτῆς, ἡ ψυχή γεύεται γλυκείας ἀναπαύσεως καί ἐκείνης τῆς εἰρήνης, περί τῆς ὁποίας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπεν ὅτι “ὑπερέχει πάντα νούν”»[3].
Παραπομπές:
[1] Ευδοκίμοφ Π., Η Ορθοδοξία, σελ. 319. Ο Βασίλειος Γαϊτάνης παρατηρεί: «The communication of man cannot be outside the communion between man and God. Love cannot be revealed mere by as communion and be known as communion. Christ is the Mediator, Saints are the ambassadors, and the faithful are the “collaborators” and the “fellow – clergymen” joined (linked) with all the people for the ministration (deaconate) of salvation. Love is more live as Trinitarianology, “more live in the heaven” (Evdokimoff), but on earth this love is realized as Church; Orthodoxy does not take church as an Institution as Catholics and Protestants do, but as Body of Christ!» (Γαϊτάνη Β., Fundamental Structures and bases of Orthodox Communicative Theology, σελ. 24).
[2] Ευδοκίμοφ Π., Η Ορθοδοξία, σελ. 399 – 400.
[3] Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 231.