Dogma

Η κοινωνία των προσώπων

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Η απομάκρυνση απ’όλα τα αισθητά και νοητά, απ’ όλα τα “όντα” και τα “μη όντα” δεν υποδηλώνει κάποια έξοδο από το σώμα, αλλά την αποκοπή κάθε υλικού ή ψυχικού δεσμού με την κτιστή φύση.

Με την κίνηση αυτή ανάγεται ο άνθρωπος προς την  «ὑπερούσιόν του θείου σκότους ἀκτίνα»[1], έχοντας αναχωρήσει και αποδεσμευθεί απ’ όλα.

Ο Ν. Ματσούκας παρατηρεί: «Ἡ πρόσωπον πρός πρόσωπον κοινωνία εἶναι ἀπό τό ἕνα μέρος μέθεξη τῶν κτιστῶν ὄντων στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, καί ἀπό τό ἄλλο παροχή καί φωτοδοσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τά πλάσματα. Ἡ σχέση αὐτή ἱδρύεται καί θεμελιώνεται ἀπό τήν κάθοδο, τήν κίνηση, δηλαδή τήν “ἔκσταση” τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίση. Ἡ “ἐκστατική” κίνηση τοῦ Θεοῦ εἶναι πρωταρχική, δημιοργική, ζωοποιητική καί θεωτική. Ἑπομένως ἐδῶ δέν ἔχουμε κανένα ἄθλο ἑνός ὁποιουδήποτε ὄντος, πού ἔχοντας φυσική συγγένεια μέ μία θεότητα, ξεπερνάει μία “φυλακή” καί ἐπιτέλους ταυτίζεται μέ τό ὅμοιό του. Ἡ “ἔκσταση” ἔχει τήν ἀρχή της στήν πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ, ἤ θά ἔλεγε κανείς, ἐξαιτίας τῆς δημιουργίας ἐκ τύ μή ὄντος καί τήνς ἐτερουσιότητας τῆς κτίσης πρός τό δημιουργό της, ὅτι ἐδῶ κατ’ ἀνάγκη ὑπάρχει μία συνοχή, γιά νά διατηρηθεῖ τό εἶναι καί νά αὐξηθεῖ τό εὖ εἶναι· ὑπάρχει μία φυσική ἀναγκαιότητα στήν ἑτερότητα τῆς σχέσης κτιστοῦ καί ἀκτίστου»[2].

Η “καλή αλλοίωση” δηλαδή παρέχεται ως δωρεά με αγιαστική χάρη στον άνθρωπο επειδή ο ίδιος ο άνθρωπος μαθήτευσε στην αγάπη και στην ταπείνωση ως μέθεξη στην προσευχητική αγιοπνευματική διάκριση.

Παραπομπές: 

[1] Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Κόσμος και Έρημος, σελ 88.

[2] Ματσούκα Ν. , Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, σελ. 514-515.