Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, και μέχρι τους διωγμούς που προκάλεσαν οι μπολσεβίκοι, υπήρξε κέντρο ενός μεγάλου κινήματος πνευματικής ανανεώσεως, η οποία αντλούσε από την ησυχαστική παράδοση που μετέφεραν στη Ρωσία οι μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ [15 Νοεμ.].
Γνωστή ήδη από τον 16ο αιώνα, η μονή ερημώθηκε τελείως εξαιτίας των μέτρων που επέβαλε η Αικατερίνη Β’ κατά των μοναχών (1764). Προς τα τέλη του 18ου αιώνα ο μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων, περνώντας από την Όπτινα, εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά του τόπου και επεφόρτισε τον ηγούμενο Αβραάμ της Μονής Πέσνοσα, να ανακαινίσει το μοναστήρι και να αποκαταστήσει την κοινοβιακή ζωή και την πνευματική παράδοση του οσίου Παϊσίου.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1821, ο επίσκοπος της Καλούγκα Φιλάρετος, μελλοντικός μητροπολίτης Κιέβου και ένθερμος υποστηρικτής του ιδεώδους του Παϊσίου, έκτισε ως εξάρτημα της μονής τη Σκήτη του Προδρόμου, για τους μοναχούς εκείνους που ήθελαν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στην προσευχή. Για να την οργανώσει, κάλεσε δύο αδελφούς, τον Μωυσή και τον Αντώνιο Πουτίλωφ, οι οποίοι ζούσαν ήδη μία δεκαετία στα δάση του Ροσλάβλ (περιοχή του Σμολένσκ), υπό την καθοδήγηση πνευματικών πατέρων του κύκλου του Παϊσίου.
Εκεί, μέσα στη σιωπή και την αδιάλειπτη προσευχή, ο Μωυσής έμαθε να δαμάζει τον φλογερό και οργίλο χαρακτήρα του. Μετά από πίεση του επισκόπου, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και απαρνήθηκε τον πόθο του να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην προσευχή και τη θεωρία, για να αναλάβει τις αναγκαίες οικοδομικές εργασίες στη μονή και στη σκήτη. Ο Μωυσής βρισκόταν στη Μόσχα για να συγκεντρώσει χορηγίες, όταν πληροφορήθηκε ότι εξελέγη ηγούμενος· παρέμεινε στο αξίωμα τριάντα επτά χρόνια, κατά τα οποία αναλώθηκε δίχως φειδώ για την προκοπή του κοινοβίου.
«Πλούσιος εν πενία», όπως του άρεσε να λέει, επιχειρούσε πάντα μεγάλα έργα δίχως να έχει τα απαραίτητα κονδύλια, υπολογίζοντας μόνο στη βοήθεια του Θεού. Για τη διαχείριση της μονής βασιζόταν στην ευαγγελική εντολή, να μη μεριμνά κανείς για την αύριο (Ματθ. 6:34) και είχε ως αρχή να μην αφήνει ποτέ να μαζεύονται χρήματα, τα οποία μοίραζε στους πτωχούς. Σε εποχές ανέχειας, ξεκινούσε σημαντικές εργασίες αποκλειστικά και μόνον για να συνδράμει τις ανάγκες του λαού, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι το μοναστήρι θα έμενε δίχως ψωμί. Δεν φρόντιζε καθόλου για την περιουσία που κάποιοι υποψήφιοι μοναχοί πρόσφεραν στο μοναστήρι, και προτιμούσε να δέχεται στην αδελφότητα υποψήφιους πτωχούς ή ανήμπορους, από τους οποίους δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να αποκομίσει κανείς οικονομικό όφελος.
Παρ’ όλες τις έξοχες αρετές του και τις ικανότητες πνευματικής καθοδήγησης, ο αρχιμανδρίτης Μωυσής περιοριζόταν στη διατήρηση της ευταξίας της αδελφότητας, αφήνοντας στους στάρετς ό,τι αφορούσε την πνευματική ζωή. Χάρη σε αυτόν, ήρθαν και εγκαταβίωσαν στη σκήτη οι όσιοι Λεωνίδας και Μακάριος, και μπόρεσαν να θέσουν στην υπηρεσία των αδελφών και του λαού του Θεού το χάρισμα της διακρίσεως και της προοράσεως, καθιερώνοντας έτσι τον θεσμό των Γερόντων, το στάρτσεστβο, που μεγάλη δόξα θα έφερνε στο μοναστήρι της Όπτινα, και του οποίου εισηγητής μπορεί να θεωρηθεί ο αββάς Μωυσής.
Αυτή η προφητική άσκηση της πνευματικής καθοδήγησης, που σύντομα θα σαγήνευε τα πλήθη, προκάλεσε παρόλ’ αυτά αρχικά έντονες αντιδράσεις εκ μέρους καχύποπτων ιεραρχών και ζηλόφθονων μοναχών, που κατήγγειλαν τον ηγούμενο στις εκκλησιαστικές αρχές ως επικίνδυνο νεωτεριστή. Ο πατήρ Μωυσής υπέμενε όλες αυτές τις αντιξοότητες με ταπείνωση που όλο μεγάλωνε, αναλαμβάνοντας μόνος τις ευθύνες για να αφήσει απερίσπαστους τους στάρετς, και προς το τέλος της ζωής του μπορούσε να λέει: «Γνωρίζω τώρα ότι είμαι ο έσχατος πάντων».
Έφθασε στην ηλικία των ογδόντα χρόνων και έπασχε από υδρωπικία, που τον κρατούσε καθηλωμένο στην κλίνη του, δεν σταμάτησε όμως να διοικεί το κοινόβιο και να μεριμνά για την παραμικρή λεπτομέρεια. Εκοιμήθη εν ειρήνη στις 16 Ιουνίου του 1862, αφού προηγουμένως ενεδύθη στην κλίνη του το μεγάλο Σχήμα, το οποίο ποθούσε από τη νεότητά του και που αναγκάσθηκε να απαρνηθεί για να θέσει τον εαυτό του στη διακονία των αδελφών.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, σελ. 130.