Η συναίσθηση της απώλειας της αρχέγονης κοινωνίας και η επιθυμία για επάνοδο σ’ αυτήν συμμαρτυρεί και προβάλλει την υπέρβαση της “Επικοινωνιακής Θεολογίας”, η οποία αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως ανεπανάληπτη οντότητα και όχι ως άκριτο παθητικό αποδέκτη καταναλωτικών προϊόντων.
Μέσα στα “πλαίσια” της «Επικοινωνιακής Θεολογίας» ο άνθρωπος δεν εμφορείται επό εγωπάθεια, εγωκεντρισμό και μισαλλοδοξία (ιδανικά που προωθεί η δυτική κουλτούρα των Μ.Μ.Ε.) αλλά προτάσσεται ως «ἀναστάσιμος θριαμβευτής τῆς καινῆς Κοινωνίας ἐν Χριστῷ»[1], δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ενός πολιτισμού που σέβεται τον εαυτό του ως «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τόν ὑλικό κόσμο πού τόν περιβάλλει ὡς ἱερή παρακαταθήκη, τήν ὁποία δέν ἔχει δικαίωμα νά μεταχειρίζεται σάν ἐξουσιαστής, ἀλλά ὡς οἰκονόμος καί διαχειριστής της»[2].
Η Ορθόδοξη κοινωνία είναι οντολογική Κοινωνία ακριβώς επειδή αναφέρεται στη συμβίωση, στην άνευ όρων αποδοχή του άλλου.
Παραπομπές:
[1] Του ιδίου, homo mediator and homo theologicus, σελ. 193.
[2] Αυτόθι, σελ. 194-195. Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράννων Α. Γιαννουλάτος υπογραμμίζει: «Ἡ ζωτική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά μία κοινωνία ἀγάπης δέν περιλαμβάνει τόν κόσμο ἁπλῶς ὡς ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί ὡς φύση, ὡς σύμπαν. Μέ τήν τεχνολογική ἀνάπτυξη κινδυνεύουμε νά ὁδηγηθοῦμε σέ φοβερή περιπέτεια αὐτοκαταστροφῆς, ἐφόσον δέν “χρώμεθα” ἀλλά καταχρώμεθα τῆς φύσεως» (Γιαννουλάτου Α. Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, σελ 51).