Θα διηγηθώ –σημειώνει ο ίδιος– το θαύμα που έκανε σε μένα η Παναγία, για να της αποδώσω έτσι την ευγνωμοσύνη που της οφείλω. Δεν το γράφω για να υπερηφανευθώ ότι δέχτηκα τάχα θεία επίσκεψη, κι ούτε με πειράζει, αν θα με χαρακτηρίσουν ανόητο για τη διήγηση.
Το 1758, λοιπόν, ήμουν σχολάρχης στην Αθωνιάδα. Όταν ήρθε η άνοιξη, παρουσιάστηκε στο βάθος της αριστερής μου μασχάλης ένα επικίνδυνο απόστημα. Με ταλαιπωρούσε ένας ελαφρός πυρετός κι ένοιωθα εξάντληση. Το απόστημα διαρκώς μεγάλωνε και σκλήραινε. Όλο το κοίλωμα της μασχάλης και ο αριστερός μαστός είχαν σκληράνει σαν την πέτρα.
Πονούσα φοβερά. Δεν μπορούσα όχι μόνο να σταθώ, μα ούτε να καθίσω, να ξαπλώσω, να κοιμηθώ ή να αναπνεύσω ελεύθερα. Ένοιωθα απογοήτευση και προτιμούσα τον θάνατο από τη φοβερή εκείνη ταλαιπωρία.
Μερικοί φίλοι με συμβούλευαν να νοσηλευθώ σε νοσοκομείο της Χίου, της Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης. Κάθε όμως μετακίνηση ήταν δύσκολη και επικίνδυνη.
Πάνω στην απελπισία μου μαθαίνω ότι κάποιος Διονυσιάτης μοναχός Νικηφόρος είναι ειδικός στο να χειρουργεί αποστήματα. Παίρνω την απόφαση να τον επισκεφθώ. Με βάλανε με πολύ κόπο σε μια μικρή βάρκα, κι αφού κάναμε τον περίπλου του Άθωνα φθάσαμε στη μονή Διονυσίου.
Ο π. Νικηφόρος εξέτασε προσεκτικά το απόστημα και μου είπε:
– Έχε θάρρος. Τη θεραπεία όμως να την περιμένεις από τον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη της μονής. Εγώ μόνο σαν βοηθός του θα σου χρησιμεύσω.
Συγχρόνως έβαλε στο πονεμένο μέρος μαλακτικά, για να μαλακώσουν τη σκληρότητά του. Μέσα μου φούντωσε η ελπίδα ότι με τη δύναμη του Τιμίου Προδρόμου θα με θεράπευε.
Ο π. Νικηφόρος μου έβαζε χίλια δυο καταπλάσματα. Και τι δεν επινοούσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φρούτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Το απόστημα όμως ούτε υποχωρούσε ούτε μαλάκωνε. Αντίθετα, χειροτέρευε.
Τότε ο γέροντας αποφάσισε να με χειρουργήσει. Ήθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα, η οποία, καθώς έλεγε, ήταν μεγάλη σαν ρεβίθι. Θα βύθιζε λοιπόν στο βάθος το μαχαίρι και, βγάζοντας τη ρίζα που ήταν η αρχή του κακού, σύντομα θα εξαφανιζόταν και όλο το απόστημα.
Εγώ όμως φοβήθηκα την τόλμη του χειρουργού. Απόστημα που δεν είχε ωριμάσει δεν έπρεπε και να χειρουργηθεί. Γι’ αυτό αρνήθηκα την επέμβαση. Έτσι ο π. Νικηφόρος απελπίστηκε για τη θεραπεία μου, ενώ εγώ για τη ζωή μου.
Απογοητευμένος τελείως από την ανθρώπινη βοήθεια, στράφηκα προς τη Μητέρα της ευσπλαχνίας και την ικέτευα επίμονα με δάκρυα να μου γίνει ιατρός και θεραπευτής.
– «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω», θρηνούσα με χαμηλή φωνή.
Ύστερα γυρίζω στους παρόντες και τους λέω:
– Πηγαίνετέ με στο παρεκκλήσι της Θεοτόκου του Ακαθίστου, και αφήστε με μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της.
Πράγματι, με πήγαν εκεί σηκωτό. Κι ενώ ο παπάς έψαλλε για χάρη μου τη μεγάλη Παράκληση, εγώ διαρκώς έκλαιγα. Τέλος έπεσα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, κι αφού έβρεξα το έδαφος με τα δάκρυά μου, ικέτευσα θερμά και είπα:
– Μη μ’ αφήσεις, Μητέρα, να χαθώ. Σταμάτησε τη συμφορά μου. «Πάντα γαρ δύνασαι ως μήτηρ ούσα του τα πάντα ισχύοντος Θεού».
Αυτό ήταν! Αμέσως ένοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα και βγήκα χαρούμενος από το παρεκκλήσι. Με τη βοήθεια ενός αδελφού και του μπαστουνιού μου ανέβηκα στο κελλί μου και κοιμήθηκα επιτέλους όλη τη νύχτα –εγώ, που πέρασα τόσες νύχτες άυπνος από τους πόνους.
Το πρωί ήμουν ήρεμος. Το απόστημα σε λίγο μαράθηκε και εξαφανίστηκε.
Από τότε αισθάνομαι οφειλέτης στη Θεομήτορα και κηρύττω παντού το θαύμα της.
Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 105.