Η Παναγία νύμφη ανύμφευτος
Θα ήθελα σήμερα σας να παρουσιάσω αυτό που τόσο πολύ το ακούμε κατά την ακολουθία αυτή του Ακαθίστου Ύμνου, κατά την ακολουθία των Χαιρετισμών· «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».
Βέβαια, είναι τρεις λέξεις αυτές, αλλά μέσα σ’ αυτές τις τρεις λέξεις θα μπορούσα χωρίς υπερβολή να πω ότι κρύβεται όλο το μυστήριο της οικονομίας του Θεού, όλο το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του ανθρώπου, του Υιού του Θεού, και της σωτηρίας του κόσμου.
Η Παναγία έγινε νύμφη. Κι αυτό σημαίνει ότι γέννησε τον Χριστό· τον Χριστό που είναι η σωτηρία μας. Η σωτηρία που αρχίζει απ’ αυτόν τον κόσμο και τελειούται και πληρούται στον άλλο κόσμο. Κύριος συντελεστής από την πλευρά την ανθρώπινη στο έργο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι η Παναγία, η οποία έγινε νύμφη του Θεού.
Από το άλλο μέρος η Παναγία είναι ανύμφευτος. «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε». Είναι ανύμφευτος νύμφη. Δεν είναι δηλαδή νύμφη όπως είναι η κάθε άλλη νύμφη σ’ αυτόν τον κόσμο. Και εδώ κρύβεται ένα άλλο μυστήριο. Δηλαδή φανερώθηκε το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού και φανερώθηκε εν μυστηρίω, διότι η Παναγία είναι νύμφη αλλά ανύμφευτος νύμφη. Διότι όλα έγιναν εκ Πνεύματος Αγίου. Αυτό, εάν θελήσουμε να εμβαθύνουμε, κρύβει πολλά και υπονοεί πολλά.
Ο Χριστός γίνεται άνθρωπος. Και είναι πραγματικότητα, όσο γίνεται περισσότερο, ότι είναι άνθρωπος. Όμως από το άλλο μέρος, δεν είναι ο πεπτωκώς άνθρωπος. Είναι ο αναμάρτητος άνθρωπος. Και ως αναμάρτητος ο Χριστός, δεν παθαίνει αυτά που παθαίνει ένας αμαρτωλός. Ας πούμε, δεν αρρώσταινε ο Χριστός. Δεν παντρεύτηκε ο Χριστός. Και άλλα. Γίνεται άνθρωπος, αλλά συγχρόνως είναι άνθρωπος χωρίς αμαρτία. Γίνεται νύμφη η Παναγία, αλλά χωρίς να γίνει νύμφη όπως κάθε νύμφη. Γι’ αυτό και η Εκκλησία έκανε το παν, για να διασώσει το αειπάρθενο της Παναγίας: προ τόκου παρθένος, εν τόκω παρθένος και μετά τόκον παρθένος. Όχι λοιπόν τι λένε οι άνθρωποι τώρα ή αργότερα ή κάποτε, αλλά τι λέει η αλήθεια της Εκκλησίας. Και η αλήθεια της Εκκλησίας είναι αυτή: Η Παναγία είναι νύμφη ανύμφευτος.
Όμως όλο αυτό κρύβει ακόμη και άλλο μυστήριο. Μέσα σ’ αυτό κρυβόμαστε κι εμείς, κρύβεται και το δικό μας μυστήριο. Είναι αυτή η αντινομία που υπάρχει ανέκαθεν μέσα στη διδασκαλία της Εκκλησίας, την οποία όσοι την πιάνουν, όσοι την καταλαβαίνουν, όσοι τη δέχονται, μυούνται στο μυστήριο της οικονομίας του Θεού, στο μυστήριο της σωτηρίας, και σώζονται, αγιάζονται, ενώνονται με τον Θεό, θεώνονται. Όσοι δεν το καταλαβαίνουν, μένουν απέξω.
Βέβαια, ποιοι το καταλαβαίνουν, ποιοι δεν το καταλαβαίνουν; Αυτοί που δεν το καταλαβαίνουν είναι αδικημένοι; Όχι. Δεν μας αδικεί κανένας. Πλην του εαυτού μας κανένας άλλος δεν μας αδικεί. Τα θεία πράγματα είναι έτσι, που τα καταλαβαίνει μόνο αυτός που έχει διάθεση να τα καταλάβει· άλλος δεν τα καταλαβαίνει. Ας λέει ότι η πρόθεσή του είναι αυτή και τάχα πασχίζει κλπ. Βαθύτερα στην ψυχή του υπάρχει κάποιο εμπόδιο, και ό,τι και να γίνει, δεν καταλαβαίνει.
Αν δεν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, αν δεν μετανοήσει, αν δεν πετάξει από μέσα του αυτό το κάτι που κρατάει, δεν καταλαβαίνει.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η αντινομία μέσα στη διδασκαλία της Εκκλησίας· τα αόρατα συγχρόνως είναι και ορατά. Τα αόρατα τα βλέπει κανείς. Ενώ ο Θεός είναι απρόσιτος, συγχρόνως είναι και προσιτός. Ενώ ο Θεός είναι εντελώς εντελώς έξω από τον άνθρωπο, συγχρόνως είναι μέσα στον άνθρωπο. Ενώ ο Θεός είναι εντελώς εντελώς ακατανόητος, ασύλληπτος –το οποιοδήποτε πλάσμα, και άγγελος ακόμη, ποτέ δεν θα μπορέσει να εισχωρήσει στα βάθη του Θεού, στην ουσία του Θεού– από το άλλο μέρος ο Θεός είναι τόσο προσιτός, που γίνεται ένα με τον άνθρωπο, και τον αόρατο Θεό τον βλέπει ο άνθρωπος, τον απρόσιτο Θεό τον εγγίζει ο άνθρωπος, τον αόρατο Θεό, τον Πανάγιο και πάνω από οποιαδήποτε αμαρτωλή κατάσταση Θεό, ο αμαρτωλός άνθρωπος τον προσεγγίζει, τον αγκαλιάζει, τον αισθάνεται, τον γεύεται, τον απολαμβάνει και χαίρει μετ’ αυτού.
Όποιος θέλει με την εξυπνάδα την ανθρώπινη, με τις γνώσεις τις ανθρώπινες, με τη σοφία την ανθρώπινη, να τα καταλάβει αυτά, δεν θα τα καταλάβει, διότι θα πει αμέσως: Πώς είναι αόρατος και ορατός μαζί; Πώς είναι νύμφη και ανύμφευτος; Πώς είναι Θεός, και είναι και άνθρωπος; Πώς είναι και πάνω, πώς είναι και κάτω; Πώς γεννήθηκε από την Παναγία, χωρίς η Παναγία να παύσει να είναι παρθένος; Πώς τούτο, πώς εκείνο; Χάνεται εκεί μέσα, πνίγεται εκεί μέσα, με το μυαλό του, το δυνατό μυαλό, και ενώ νομίζει ότι καταλαβαίνει, καθώς προσπαθεί να διακρίνει τα θεία πράγματα και να τα καταλάβει, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να βυθισθεί ακόμη πιο πολύ στο σκοτάδι. Διότι η ενέργεια αυτή, ο τρόπος αυτός προσεγγίσεως των θείων πραγμάτων, τον κάνει ακόμη πιο τυφλό τον άνθρωπο, τον κάνει ακόμη πιο ακατάλληλο να καταλάβει τα θεία πράγματα και να προσεγγίσει τα θεία πράγματα.
Στην ψυχή όμως που ανοίγει έρχεται το φως, και η ψυχή βλέπει και πολύ απλά, πολύ απλά, πολύ καθαρά καταλαβαίνει ότι είναι και το ένα, είναι και το άλλο, και καθόλου δεν δυσκολεύεται από την αντινομία αυτή και καθόλου δεν μπερδεύεται.
Και έτσι, ενώ κανείς από το ένα μέρος αισθάνεται ότι δεν υπάρχει άλλος αμαρτωλός σαν κι αυτόν, από το άλλο μέρος αισθάνεται ότι δεν έχει ελεηθεί άλλος σαν κι αυτόν. Από το ένα μέρος κανένας άλλος δεν βυθίζεται στο πένθος, δεν χρειάζεται να βυθισθεί στο πένθος, δεν χρειάζεται να βυθισθεί στον Άδη, με την έννοια ότι είναι για την κόλαση, για τα κατάβαθα του Άδου, όπως αυτός, από το ένα μέρος λοιπόν αισθάνεται ότι σε κανέναν άλλο δεν αξίζει κάτι τέτοιο, όσο στον εαυτό του, και από το άλλο μέρος απολαμβάνει το έλεος του Θεού, απολαμβάνει τη χαρά του Θεού, ζει την αγάπη του Θεού, την ουράνια ζωή, όλα τα πνευματικά αγαθά που δίνει ο Θεός, απολαμβάνει τον ίδιο τον Θεό.
Πολλά, πάρα πολλά, θα μπορούσαμε να πούμε, αδελφοί μου, εξ αφορμής αυτής της φοβερής φράσεως, αυτών των τριών λέξεων «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε», αλλά δεν θέλω να σας κουράσω. Σταματώ εδώ, και να παρακαλέσουμε την Παναγία, που μυήθηκε σ’ όλα αυτά τα μυστήρια και που είναι φορέας των μυστηρίων αυτών, να πρεσβεύσει και να μυήσει κι εμάς –ξέρει αυτή πώς– σ’ αυτά τα μυστήρια του Θεού.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Τριωδίου Β’ “, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 141 (αποσπάσματα).