Η παραμονή στην Εκκλησία
Όπως η ένταξη, έτσι και η παραμονή στην Εκκλησία πραγματοποιείται με την χάρη του Θεού και την ανθρώπινη συνεργία.
Η εμμονή στην πίστη και το ήθος της Εκκλησίας και η διαρκής τροφοδοσία με την αλήθεια και την χάρη της αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ζωή όλων των ανθρώπων. Η Εκκλησία δέχεται στους κόλπους της όλους αδιακρίτως. Η χάρη όμως του Θεού που προσφέρεται στην Εκκλησία δεν ανακαινίζει τους ανθρώπους χωρίς την συνεργασία τους. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία πολλοί παραμένουν πονηροί και αδιόρθωτοι. Ο διαχωρισμός ανάμεσά τους θα γίνει από τον Θεό κατά την τελική κρίση (Ματθ. 13:24-30).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν συχνά και για δεύτερο βάπτισμα, που το ταυτίζουν με την μετάνοια ή τον μοναχισμό. Το δεύτερο αυτό βάπτισμα είναι η ενεργοποίηση και ολοκλήρωση του πρώτου, που πραγματοποιείται με την ανθρώπινη συνεργία. Η αλήθεια δεν εξαντλείται στα πράγματα, αλλά χρειάζεται την προσωπική αίσθηση και βίωσή της από τον άνθρωπο. Αυτό υπηρετούν η άσκηση και η μετάνοια, και αυτό επιδιώκει συστηματικά ο μοναχισμός.
Υπάρχει ακόμα και το βάπτισμα του αίματος, που πραγματοποιείται με το μαρτύριο σε περιόδους διωγμών και χαρακτηρίζεται ως «αιδεσιμότερον», γιατί δεν μολύνεται με νέες αμαρτίες (1).
Στην Εκκλησία μυσταγωγείται η ενότητα των ανθρώπων. Η είσοδος σε αυτήν συνάπτει τον άνθρωπο με το ενιαίο σώμα των πιστών που υπερβάλλει τον χώρο και τον χρόνο.
Η σωτηρία πραγματοποιείται με την ένταξη στην κοινωνία των αγίων. Αυτό υποδηλώνεται και στην λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Στο άγιο Δισκάριο, όπου τοποθετείται ο Αμνός, δηλαδή το σώμα του Χριστού, τοποθετούνται και οι μερίδες της Θεοτόκου, των Αποστόλων, των Αγίων, των Αγγέλων και όλων των μελών της Εκκλησίας, για να «συσταλούν» τελικά όλα μέσα στο άγιο Ποτήριο. Έτσι στο Ποτήριο της θείας Ευχαριστίας βρίσκεται συγκεντρωμένη ολόκληρη η Εκκλησία με κεφαλή τον Χριστό. Ειδικότερα η Θεοτόκος προβάλλει ως τροφός της Εκκλησίας, γιατί με την σάρκα που δάνεισε στον Χριστό τρέφεται και συνάπτεται ο άνθρωπος με τον Θεό.
Η ζωή των πιστών στην Εκκλησία στηρίζεται στον Χριστό. Αυτός είναι η άμπελος και οι πιστοί τα κλήματα. Όπως τα κλήματα δεν μπορούν να καρποφορήσουν, αν δεν μείνουν στην άμπελο, έτσι και οι πιστοί δεν μπορούν να δώσουν καρπούς, αν δεν μείνουν ενωμένοι με τον Χριστό (Ιω. 15:1). Ο Χριστός δεν προσκαλεί τον άνθρωπο ως παθητικό δέκτη, αλλά ως ενεργητικό φορέα και μέτοχο της αληθινής ζωής που προσφέρει. Όταν αυτός ενδιαφέρεται για την σωτηρία του και ανταποκρίνεται στην πρόσκληση του Χριστού, αποδεικνύεται ζωντανό κλήμα που παράγει καρπό. Τότε και ο Θεός «καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη» (Ιω. 15:2). Η κάθαρση αυτή εντάσσεται στην παιδεία του Κυρίου και πραγματοποιείται συχνά ως κρίση ή δοκιμασία που παραχωρείται για την διόρθωση και την τελείωση του πιστού. Όταν όμως ο άνθρωπος αδιαφορεί για την σωτηρία του και λησμονεί την πίστη προς τον Χριστό ή την αγάπη προς τον πλησίον, απονεκρώνεται, κάνει αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στην Εκκλησία και αποκόβεται από αυτήν.
Η αποκοπή από την Εκκλησία δεν πραγματοποιείται μόνο με την εκκλησιαστική πράξη του αφορισμού, αλλά και με την προσωπική σιωπηλή απομάκρυνη από αυτήν, που είναι ένα είδος αυτοαφορισμού. Όταν ο Χριστιανός αποξενώνεται από την ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας, όταν νεκρώνεται πνευματικά, παύει να έχει πραγματική σχέση με τον Χριστό, διαχωρίζεται από το σώμα του και αποκόβεται από την Εκκλησία.
Αλλά η αποκοπή από την Εκκλησία δεν αφορά μόνο μεμονωμένα άτομα που αστοχούν στην πίστη ή αδιαφορούν για την αγάπη. Αυτή αφορά και ομάδες ή κοινωνίες πιστών. Έτσι έχουμε την αίρεση, που αποσπά από το σώμα της Εκκλησίας όσους την ακολουθούν, και το σχίσμα, που έχει την ίδια βαρύτητα και τις ίδιες συνέπειες με την αίρεση (2). Η αίρεση αποτελεί αμάρτημα στο επίπεδο του δόγματος, ενώ το σχίσμα είναι αμάρτημα στο επίπεδο του ήθους. Και τα δύο συνιστούν αμαρτήματα σε βάρος της χριστιανικής ζωής. Άλλωστε η δογματική εκτροπή δεν είναι άμοιρη ηθικού περιεχομένου, όπως και η ηθική εκτροπή δεν είναι άμοιρη δογματικής πλάνης.
Το κοινωνικό περιβάλλον, που αποτελεί το πλαίσιο πληροφορήσεως και αναπτύξεως του ανθρώπου, έχει μεγάλη σπουδαιότητα και για την θρησκευτική και την ηθική ζωή. Η πίστη στον Χριστό προϋποθέτει σχετική πληροφόρηση (3). Αλλά και η καρποφορία της επηρεάζεται άμεσα από το κοινωνικό περιβάλλον. Όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και ο αμαρτωλός άνθρωπος, αν αποφύγει την συναναστροφή με τους φαύλους και συναναστρέφεται με δικαίους, θα κατορθώσει να γίνει δίκαιος και να σώσει την ψυχή του (4).
Η περίφημη φράση του αγίου Κυπριανού, «salus extra Ecclesiam non est» (5) (έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία), δεν έχει μόνο θεολογική αλλά και κοινωνική σπουδαιότητα. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός τόπος σωτηρίας. Έξω από αυτήν δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός εμποδίζεται να σώσει τους ανθρώπους που δεν βρέθηκαν σε αυτήν. Κανένας όμως Χριστιανός δεν μπορεί να αναζητήσει και να βρει την σωτηρία του έξω από την Εκκλησία του Χριστού. Αυτή διατηρεί και προσφέρει την πίστη και τα σωτηριώδη μέσα όχι μόνο με την διδασκαλία και τα μυστήρια, αλλά και με την όλη κοινωνική της παρουσία. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί και τα αυτονόητα που καλλιεργεί στην καθημερινή ζωή είναι συνήθως πιο σημαντικά από τις νουθεσίες και τις φραστικά διατυπωμένες διδασκαλίες. Αυτά συνετίζουν τον άνθρωπο, τον ενισχύουν και τον βοηθούν στην βίωση της πίστεως και την οικείωση της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η κοινωνική χαλάρωση ή περιθωριοποίησή της έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην όλη πνευματική και κοινωνική ζωή.
(1) Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39,17, PG 36,356A. Πρβλ. και Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 15,36, PG 32, 132D.
(2) «Του εις αίρεσιν εμπεσείν το την Εκκλησίαν σχίσαι ουκ έλαττόν εστι κακόν». Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την προς Εφεσίους 11,5, PG 62,87.
(3) «Πώς δε πιστεύσουσιν ου ουκ ήκουσαν; Πώς δε ακούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;». Ρωμ. 10:14.
(4) Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 17, PG 151,236A.
(5) Κυπριανού Καρχηδόνος, Επιστολή 73,21, PL 3,1169A.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 117 (αποσπάσματα).