Ο δρόμος προς την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας δεν ήταν πάντα στρωμένος με τριαντάφυλλα. Πολεμήθηκε όσο λίγα πράγματα σε τούτη τη χώρα ίσως και μέχρι την 29η Ιανουαρίου του 1976 που καθιερώνεται σαν επίσημη πια γλώσσα της ελληνικής υπό την πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Μέσα στη γλώσσα αποτυπώνεται η έγκυρη γνώμη της εξουσίας και οι πολιτικοί συχνά μέσω αυτής εξουσιάζουν τους οπαδούς τους.
Σε μια σύντομη αναδρομή στο χρόνο θα δούμε πως στα 1790 ο Ρήγας Φεραίος έγραφε : «Η αιτία όπου μεταχειρίσθην απλούν ύφος ήτον δια να μην προξενήσω με τη γριφότητα του ελληνισμού(αρχαισμού) εις άλλους εκείνο όπου ο ίδιος έπαθα σπουδάζοντας.»
Από τα χρόνια του 1821 και της ελληνικής επανάστασης, η γλώσσα των Καραϊσκάκη, Ανδρούτσου, Κολοκοτρώνη , Μακρυγιάννη και άλλων ήταν εντελώς διαφορετική από τη γλώσσα των λεγόμενων « καλαμαράδων» που ανέλαβαν να συντάσσουν την τότε διοίκηση. Μόνο όταν όλοι αυτοί και άλλοι ήρωες, λαϊκοί αγωνιστές δολοφονήθηκαν ή ηττήθηκαν ή ακόμα και φυλακίστηκαν επικράτησε αυτή αντί της γλώσσας των « καλαμαράδων».
Στην Αθήνα του 1834 που χρίζεται σαν πρωτεύουσα του ελληνικού κράτος η καθαρεύουσα είναι η επίσημη γλώσσα ύστερα από υπόδειξη του Αδαμάντιου Κοραή. Ήταν τόσο δύσκολη η εκμάθησή της που έμοιαζε σαν να πρέπει να μάθεις μια ξένη γλώσσα. Η κατάσταση είχε φτάσει τόσο πολύ στο απροχώρητο που η ανάπτυξη του λαού πνευματικά και καλλιτεχνικά σημείωσε τεράστια καθυστέρηση.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Γιάννη Ψυχάρη στο πεζογράφημα «Το ταξίδι μου», ένα έργο που θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντικό στην εποχή του και έλαβε ιδιαίτερα αρνητικές κριτικές από όσους ήταν ενάντια στη χρήση της δημοτικής γλώσσας που έλεγε:
« Μη! Μη! Μη! Μη χαλνάτε τη γλώσσα ! καταστρέφετε την αρχαία και τη νέα μαζί… Πάρετε τη γλώσσα του λαού. Θέλετε ξένη γλώσσα: Πάρτε την καθαρεύουσα»
Την σκυτάλη μετά τον Γιάννη Ψυχάρη για μια πιο δημοτικιστική συνείδηση έδωσε κατά παράδοξο τρόπο η στάση του Εμμ. Ροίδη . Στα « Είδωλα » έργο δικό του αν και είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα γίνεται μια απολογία της δημοτικής. Κι αν και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πιστεύει πως από τότε και μετά αρχίζει « το οριστικό διαζύγιο της ελληνικής λογοτεχνίας με την καθαρεύουσα » ξεκινάει μια ακόμα μεγαλύτερη διαμάχη. Στις αρχές του 20ου αιώνα η δημοτική γλώσσα δεν είναι απλά «αγελαία» αλλά και « χυδαία». Και σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κόντο ήταν ανήθικη, αντεθνική και αντιθρησκευτική. Ολο αυτό το κλίμα οδηγεί στη δημιουργία κινήματος από την μεριά των δημοτικιστών που ενισχύθηκε κυρίως από λόγιους και έλληνες της διασποράς. Ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους εκείνης της εποχής που το στήριξαν ήταν ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Πέτρος Βλαστός, η Πηνελόπη Δέλτα και ο Φώτης Φωτιάδης. Έτσι έχουμε και τη δημιουργία πολλών συλλόγων όπως της « Εθνικής Γλώσσας» στα 1905, του « Εκπαιδευτικού Ομίλου » το 1910, την «Φοιτητική Συντροφιά» πάλι στα 1910 και πολλών εντύπων που ξεχωρίζουν ο Νουμάς ( 1903 μέχρι και 1931) και το « Δελτίο του εκπαιδευτικού Ομίλου » από το 1911 μέχρι και το 1924.
Στην Κωνσταντινούπολη όπου ζει και ο λόγιος Φώτης Φωτιάδης εμφανίζεται για πρώτη φορά η ιδέα της σύνδεσης της δημοτικής γλώσσας με την εκπαίδευση. Μια σειρά άρθρων του Φωτιάδη που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ταχυδρόμος της Κωνσταντινούπολης το 1899 διατυπώνουν αυτήν την ιδέα αν και είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα γιατί αλλιώς δεν θα τα δεχόταν η εφημερίδα.
Γράφει ο Φωτιάδης σε ένα από τα επίμαχα άρθρα του :
«Ο Τύπος μας έφερε εδώ στην Πόλη…γρυ οξ’ από την επίσημη και την καθαρεύουσα δεν παραδέχεται. Θα ΄χετε βέβαια παρατηρήσει τι μανία έχει ο λαός να βγαίνει τις απόκριες μασκαρεμένος σαν αρχαίος έλληνας …Έτσι διασκεδάζει ο λαός, αλλά την αποκριά μόνο. Το κράτος, όμως, ο Τύπος, η Ιερά Λειτουργία της Θέμιδος, το Πανεπιστήμιο, το Γυμνάσιο, το Σκολιό πήραν αφτή τη μασκαράδικη φορεσιά με τα σωστά τους και τη φορούν ολοχρονίς…»
Και τα παρατράγουδα συνεχίζονται με μια ακόμη απόπειρα εισόδου της δημοτκής στον θεσμικό χώρο της Δικαιοσύνης που ωστόσο δεν ευοδώθηκε αλλά οι λόγιοι της εποχής διαπληκτίζονταν μεταξύ τους και έχουμε το φαινόμενο του Ψυχάρη π.χ να αποκαλεί τον Καβάφη « καραγκιόζη» και τον Πέτρο Βλάχο να λέει τον Παπαδιαμάντη « ελεεινό» και τον Κάλβο « στοιχοπλόκο».
Στα 1901 κυκλοφορεί η Ιστορία της Ρωμιοσύνης του Αργύρη Εφταλιώτη, γραμμένη στην δημοτική αλλά το αποτέλεσμα δημιουργεί έντονη αρθρογραφία ακόμα και από τους υποστηρικτές της.
Ακολουθούν τα λεγόμενα « Ευαγγελικά » με τα αιματηρά επεισόδια που έλαβαν χώρα στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου του 1901 με αφορμή τη δημοσίευση από την εφημερίδα Ακρόπολις των Ευαγγελίων μεταφρασμένων ή παραφρασμένων στη δημοτική γλώσσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη στις 9 Σεπτεμβρίου 1901.
Η «Ακρόπολις » διακόπτει τη δημοσίευση του κειμένου στις 10 Οκτωβρίου. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου το κέντρο της Αθήνας «επάλλετο» καθώς οι εκατοντάδες διαδηλωτές δεν απειλούσαν πλέον μόνο την εφημερίδα, αλλά έκαναν «έκκλησιν» στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ να επέμβει στην κατάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Πάλλη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου «ίνα επιμεληθή της αποπομπής του Αρχιεπισκόπου».Οι εφημερίδες της εποχής Εμπρός, Σκριπ και Καιροί κατέκριναν την Ακρόπολη και συστρατεύθηκαν με τους φοιτητές, μιλώντας για υποτιθέμενους «κινδύνους» τους οποίους αντιμετώπιζε το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Έτσι, στο δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν όχι μόνο φοιτητές αλλά και δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, έτοιμοι να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσας των προγόνων» μας.
Στις 7 Νοεμβρίου γίνεται σε μια τεράστια συγκέντρωση που κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή. Ο τραγικός απολογισμός των επεισοδίων αυτών ήταν οκτώ έως έντεκα, σύμφωνα με διάφορες πηγές, νεκροί. Επίσης, υπήρξαν 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα.Η εφημερίδα Ακρόπολις διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντως αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών». Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη. Ο βασιλιάς ορίζει στη θέση του τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Ως Ορεστειακά επίσης έμειναν γνωστά τα αιματηρά επεισόδια που ξέσπασαν στην Αθήνα από τις 6 μέχρι τις 9 Νοεμβρίου του 1903, από υποκινούμενους φοιτητές μετά την πρεμιέρα (1 ή 3/11/1903) της τριλογίας Ορέστειας από το Βασιλικό Θέατρο.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη ενσάρκωνε την Αθηνά Παλλάδα και απήγγελλε το «Χαίρε της Τραγωδίας» του Κωστή Παλαμά. Η μουσική ήταν του Στάνφορντ, εκτελούμενη υπό της ορχήστρας του Ι. Καίσαρη. Την επομένη, η εφημερίδα «Καιροί» χαρακτήριζε την Κοτοπούλη «ηθοποιό του μέλλοντος».
Αφορμή στάθηκε η πεζή μετάφραση σε συντηρητική δημοτική του Γεωργίου Σωτηριάδη, η οποία προκάλεσε την μήνη των καθαρολόγων της εποχής, των γλωσσαμυντόρων όπως λέγονταν τότε οι οπαδοί της αττικίζουσας γλώσσας. Κύριος υποκινητής των επεισοδίων αυτών ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μιστριώτης, φανατικός υπέρμαχος της αρχαΐζουσας γλώσσας, ξεσήκωσε φοιτητές και προσκείμενες εφημερίδες ώστε να συμμετάσχει και ο αθηναϊκός λαός σε συλλαλητήρια.
Επειδή όμως τότε η Κυβέρνηση Δ. Ράλλη δεν απεδέχθη το αίτημα του Γ. Μιστριώτη που πρέσβευε οι παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων να γίνεται στη γλώσσα που γράφτηκαν ακολούθησαν συμπλοκές. Το δε βράδυ της 8ης Νοεμβρίου διατάχθηκε ο στρατός να επιβάλει τη τάξη. Κατά τις συμπλοκές που ακολούθησαν στη διάλυση των διαδηλωτών κάποιοι στρατιώτες στο φόβο προσβολής τους πυροβόλησαν κατά του πλήθους με συνέπεια να φονευτούν δύο πολίτες και να τραυματιστούν επτά. Μετά από το γεγονός αυτό οι διαδηλωτές διαλύθηκαν, οι οχλαγωγίες σταμάτησαν και η αναταραχή τερματίσθηκε λόγω ακριβώς της σθεναρής στάσης της Κυβέρνησης.
Και η ιστορία για το ζήτημα της γλώσσας συνεχίζεται το 1911, όταν, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή, στις 12 Φεβρουαρίου, ο Βενιζέλος υποχωρεί στο κατεστημένο και ορίζει την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, επιβεβαιώνεται η δύναμη της συντηρητικής παράταξης και της εκκλησίας. Η υποχώρησή του είναι πολιτικός και προσωπικός συμβιβασμός που υπερκερνά την πραγμάτωση των θεμελιωδών αλλαγών που εκκρεμούν στη κοινωνία. Γενικά, η φίμωση του λόγου κυριαρχεί και ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας και πολεμά τη καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Το βαθύ ρήγμα που δημιουργείται ανάμεσα στις μορφωμένες τάξεις και τον απαίδευτο λαό, αποσκοπεί στην κοινωνική διάκριση, καθώς ο λαός αποκλείεται από την εξουσία και καλλιεργείται η υπακοή στο κατεστημένο που θέλει να αποτελεί παράδοση. Η χρήση της σωστής γλώσσας δηλώνει ανωτερότητα, καθώς οι χρήστες της δεν ανήκουν στους κοινούς θνητούς που δυσκολεύονται να χειριστούν την καθαρεύουσα.
Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη δικτατορία οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά..
Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το 1920 ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στη δημοτική («Τα Ψηλά Βουνά «) «να καώσι ως έργα ψεύδους». Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.
Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.
Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του ΚΚΕ αφαιρεί την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος. Πλην όμως, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ως γλώσσα ούτε χρήσιμη σε καμιά εξουσία. Η κατάχρηση των μαγικών ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της.
Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε τέλος τη δεκαετία του ’70, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγείται -και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει το 1977- τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Κώστας Μπογδανίδης, Ο Ράλλης και το γλωσσικό ζήτημα. Εφ. ΠΑΤΡΙΣ (24/1/2006)
Wikipedia.gr
archive.org
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Cretalive.gr