Να λοιπόν γιατί η προσευχή αποτελεί σιωπηλή υπέρβαση της “Θεαματικής Κοινωνίας”. Γιατί πέρα από επίπλαστες και κάλπικες φαινομενικότητες της πραγματικότητας, μπορεί και αφουγκράζεται την ουσία των όντων, την ουσιαστική δηλαδή πραγμάτωση της μαρτυριακής και βιωματικής παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο.
Έχει με άλλα λόγια τη δυνατότητα να “μεταμορφώνει” την ανθρώπινη ύπαρξη με μυσταγωγικό – ουράνιο τρόπο και να την οδηγεί στην αγιοπνευματική και χαρισματική ταύτιση συνείδησης και υποκειμένου, προς αγιασμό του προσευχόμενου και απώτερο φωτισμό της κτίσης ολόκληρης.
Γι’ αυτό η προσευχή βιώνεαι σιωπηλά και αθόρυβα ακριβώς γιατί εστιάζεται και κοινωνεί στο φως της αποκαλυπτικής δόξας του Λυτρωτή Χριστού.
Γι’αυτό και τέλος αποτελεί και υπέρβαση στην κοινωνία του θεάματος, διότι έχει την χάρη και την ευλογία ως δωρεά να «κατεβάζει τον ουρανό στη γη».