Η βάρκα των Αρχαγγέλων
Στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννης, ο ιερομόναχος Ανανίας, από την καλύβη των Αρχαγγέλων, έστειλε τον υποτακτικό του Μιχαήλ στη Δάφνη για επείγουσα εργασία, με τη ρητή εντολή να επιστρέψει το βράδυ.
Ο π. Μιχαήλ ξεκίνησε το πρωί με τη βάρκα του γερο-Γιωργάκη, που έκανε τη γραμμή Δάφνη-Αγιάννα. Έφτασε στον προορισμό του και τελείωσε την εργασία του. Αλλά, ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει, ο καιρός χάλασε. Φύσηξε δυνατός αέρας κι ακολούθησε μεγάλη θαλασσοταραχή.
Οι άλλοι πατέρες, μη μπορώντας να επιστρέψουν, πήγαν στα γειτονικά μοναστήρια Ξηροποτάμου και Σίμωνος Πέτρας. Ο π. Μιχαήλ, μοναχός απλός και άκακος, κάθησε στο λιμάνι της Δάφνης και περίμενε τη θάλασσα να γαληνέψει. Δεν εννοούσε να φύγει από την ακτή, γιατί στ’ αυτιά του ηχούσε η εντολή του γέροντά του.
Ξαφνικά, βλέπει μπροστά του δυο φωτεινούς νέους και τους ακούει να τον ρωτάνε:
– Γιατί, αδελφέ, είσαι στενοχωρημένος;
– Έχω εντολή από το γέροντά μου να γυρίσω οπωσδήποτε το βράδυ στην καλύβη μας.
– Θέλεις να μπεις στη βάρκα μας και να σε πάμε εμείς;
– Μετά χαράς, είπε ο μοναχός, και μπήκε αμέσως στη βάρκα.
Ο ένας νέος έπιασε τα κουπιά, τα κούνησε δύο-τρεις φορές και βρέθηκαν αμέσως στο λιμάνι της Αγίας Άννης. Ο π. Μιχαήλ, που δεν είχε ακόμα καταλάβει τίποτε από τα υπερφυσικά γεγονότα, ευχαρίστησε τους δύο νέους, βγήκε στο μουράγιο και ξεκίνησε βιαστικά για το κελλί του.
Ανεβαίνοντας συναντάει – έτσι του φάνηκε – τον π. Γαβριήλ, από την Καλύβη «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου».
– Ευλόγησον, π. Μιχαήλ. Από πού έρχεσαι; Γιατί είσαι τόσο βιαστικός;
– Έρχομαι από τη Δάφνη. Μ’ έφεραν δύο νέοι με τη βάρκα τους και βιάζομαι να γυρίσω στο κελί μου, για να είμαι συνεπής στην υπακοή μου.
– Πού είναι τώρα οι νέοι με τη βάρκα τους; ρώτησε ο π. Γαβριήλ.
– Τους άφησα στην παραλία. Έφυγα βιαστικά και δεν τους ρώτησα πού θα μείνουν.
– Για ρίξε μια ματιά στη θάλασσα.
Κοιτάζει, και τι να δει! Τ’ αφρισμένα κύματα σκέπαζαν όχι μόνο το λιμάνι, μα ολόκληρη την παραλία. Ούτε βάρκα ούτε ψυχή! Γυρίζει στο συνομιλητή του, αλλά εκείνος είχε γίνει άφαντος.
Τότε συνήλθε και κατάλαβε πως οι δύο νέοι ήταν οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο πρώτος ήταν εκείνος που κούνησε τα κουπιά της βάρκας, κι ο δεύτερος ήταν ο πριν από λίγο συνομιλητής του.
Με δάκρυα χαράς κι ευγνωμοσύνης έτρεξε ν’ αναγγείλει το θαύμα στο γέροντά του Ανανία. Τον βρήκε γονατιστό μπροστά στο εικόνισμα των Αρχαγγέλων, να προσεύχεται με δάκρυα για την επιστροφή του.
Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 248.