Ο χώρος, τα κτίρια, η φιλοξενία και ο απλός θεολογικός λόγος των μοναχών είναι εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα από το ιστορικότερα και σημαντικότερα μοναστήρια της χώρας. Οι 11 μοναχές που κρατάνε ζωντανή την «κυρά της ορεινής Άρτας » προσφέρουν, παρηγορούν, στηρίζουν με κάθε τρόπο τους πιστούς και για το λόγο αυτό φτάνουν εδώ στα ορεινά προσκυνητές από όλη την Ελλάδα. Στο Πανηγύρι που γίνεται στις 8 Σεπτεμβρίου όλη η περιοχή ζει στο ρυθμό του .
Η μονή βρίσκεται 30 χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας στην καρδιά της δασώδους ερημικής βουνοπλαγιάς στην περιοχή του Βελετσικού, όπου φτάνει κανείς από παράκαμψη του δρόμου Άρτας – Καρδίτσας, λίγο πριν την Άνω Καλεντίνη.
Η παράδοση θέλει την Παναγία να διαλέγει αυτό το ξάγναντο πάνω από τα βουνά του Ραδοβυζίου.
Το όνομα προέρχεται «ροβολάω» που σημαίνει κατηφορίζω και έχει σχέση με την ίδρυση της μονής. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την παράδοση, η εικόνα της Παναγίας «ροβόλαγε» απ’ το σημείο που υπόδειξε ο επίσκοπος Βελεντζικού να γίνει ναός της, σε άλλο σημείο μακρινού δάσους, όπου τη βρήκε -κατά θαυματουργό πάλι τρόπο- ένας βοσκός, οδηγημένος απ’ το φως της που έλαμπε στην ίδια θέση κάθε νύχτα. Το θαύμα ερμηνεύτηκε ως επιθυμία της Παναγίας να κτισθεί ναός της στο σημείο όπου συνεχώς μετατοπιζόταν η εικόνα της, κι έτσι ιδρύθηκε το μοναστήρι. Επειδή πιστεύεται ότι την εικόνα την έφερε απ’ τη Ρωσία κάποιος μοναχός, οι ντόπιοι την ονόμαζαν και «Παναγία Μοσχοβίτισσα».
Ο ακριβής χρόνος ανέγερσης δεν είναι γνωστός. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος , ή Βυζάντιος αναφέρει ότι αυτή έγινε το 10ο αιώνα.
Ο Χαράλαμπος Μπούσιας γράφει για την ανέγερση: » Κατά το 1096 ο Γεώργιος Κωστούλας ,κάτοικος Βελεντζικού ,έκτισε ιδιωτικό ναύδριο στο λόφο «καρακαηδόνι» και στην τοποθεσία «Κακαβάκια».Το ναύδριο τούτο βυζαντινού ρυθμού ,αφιέρωσε στα Εισόδια της Θεοτόκου. Στο πλάι του έκτισε δύο μικρά κελιά για την διαμονή των κατά καιρούς λειτουργούντων ιερέων. Την αυτή περίπου εποχή πέρασε από την περιοχή Ραδοβυζίων και κάποιος αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος που είχε μαζί του θαυματουργή εικόνα της θεομήτορος μέτρια σε μέγεθος. Ο επιχώριος επίσκοπος στον οποίον αυτός παρουσιάστηκε , εξετίμησε την μορφωσίν του και τον τοποθέτησε στον ιδιωτικό ναό των εισοδίων που αναφέραμε. Εκεί αυτός ενθρόνισε και την θαυματουργή του εικόνα , που όπως ομολογείται προέρχεται από την Μόσχα και αναδίδει ακατάπαυστα άρρητη ευωδία ,γι αυτό πολλοί την αποκαλούν «Μοσχοβίτισα».
Λίγες μέρες μετά την εγκατάστασι του πατρός Αμβροσίου στο ναύδριο αυτός παρατήρησε με εκλπληξιν ένα πρωί που μπήκε για την καθιερωμένη εωθινή προσευχή , ότι η εικόνα έλειπε. Περίλυπος κατευθύνθηκε στον επίσκοπο στον οποίον ανέφερε το γεγονός.Τα επόμενα βράδυα ποιμένες που έβοσκαν τα προβατά τους στη θέση «Μεγάλη Ράχη», και «Μπλέσσα», έβλεπαν φως στη θέση του σημερινού μοναστηριού.Δεν μπορούσαν όμως να το εντοπίσουν γιατί το δάσος στην περιοχή αυτή είναι πυκνότατο. Ένα από τα βράδυα αυτά ένας νεαρός βοσκός παρετήρησε προσεκτικά το φως και τοποθέτησε την αγκλίτσα του σε ένα φιλίκι (είδος δένδρου) με κατεύθυνση το σημείο που έφεγγε. Το επόμενο πρωί εντόπισε το μέρος που έβγαινε το φως και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Με μεγάλη χαρά βρήκε μέσα στα πυκνά βάτα την αγία εικόνα …»
Επίσης ,δεν υπάρχουν και πολλά στοιχεία για την διαδρομή στο χρόνο της μονής. Το βέβαιο είναι ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτούργησε εκεί Ιερατική σχολή για καταρτισμό των ιερέων της επισκοπής Ραδοβυζίων. Επίσης ότι το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο αλλά και ορμητήριο των αγωνιστών κατά τους εθνικούς αγώνες. Οι Τούρκοι επειδή ενοχλήθηκαν απ’ αυτό εγκατέστησαν στη μονή μόνιμο απόσπασμα από 30 άνδρες, τους οποίους κατέσφαξαν οι Ραδοβυζινοί επαναστάτες το 1854. Ο τούρκικος στρατός για εκδίκηση κατέστρεψε ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Χάρη στην αυτοθυσία των μοναχών σώθηκε η ασημοστόλιστη πολύ παλιά εικόνα της Παναγίας, ένας χρυσοκέντητος μεγάλος επιτάφιος και δισκοπότηρα του 16ου αιώνα – όλα ρώσικης προέλευσης.
Το 1856 ξαναχτίστηκαν τα κελλιά καθώς και ο μικρός ναός -μονόκλιτη σταυρεπίστεγη θολωτή βασιλική με τρούλλο και χορούς. Αυτός ο ναός επειδή είχε υποστεί ρωγμές απ’ τους σεισμούς, κατεδαφίστηκε το 1976 και στη θέση του ανεγέρθηκε με τη φροντίδα του μακαριστού γέροντα πατρός Μητροφάνη, νέος μεγάλος σταυροειδής με τρούλλο. Πρόκειται για επιβλητικότατο κτίσμα του οποίου η τέχνη και η εξωτερική ποικιλομορφία δίνουν στο σύνολο λαμπρότητα και χάρη. Μπορεί βέβαια – σα νέο κτίσμα που είναι – να μην έχει την υποβλητικότητα του προηγούμενου ναού, όμως «δένει» τόσο αρμονικά με τα λοιπά κτίσματα και το τοπίο, ώστε να μη χάνει ο χώρος καθόλου απ’ την παλιά μυσταγωγική του ατμόσφαιρα.