«Ιερά» Συλλαλητήρια: μια ορθόδοξη προσέγγιση
Του Αναστασίου Μαρίνη, θεολόγου
Δύο μαζικά συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, αλλά και μικρότερα σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, έχουν διοργανωθεί τις ημέρες αυτές, με σκοπό να διαμαρτυρηθούν όσοι εναντιώνονται στην επικείμενη επιβολή των νέων ταυτοτήτων, οι οποίες σταδιακά θα γίνουν υποχρεωτικές για όλο τον πληθυσμό. Συνήθως, το κάλεσμα και η διοργάνωση αυτών επιτυγχάνεται μέσω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Πόσο, όμως, είναι «κανονικά» αυτά τα συλλαλητήρια εκ του αποτελέσματος, ποιος τα διοργανώνει, ποια η θέση της Εκκλησίας και, τελικά, προσδίδουν βαρύτητα στην όλη διαμαρτυρία των συμμετεχόντων ή αφαιρούν και αποδυναμώνουν τα λογικά ή παράλογα αιτήματά τους;
Πρωτίστως, πάντοτε είμαστε υπέρ και καθολικά αποδεχόμαστε το δικαίωμα κάθε πολίτη να διαδηλώνει και να διεκδικεί εύνομα όσα επιθυμεί, δικαίωμα το οποίο κατακτήθηκε με περισσούς αγώνες, τις περισσότερες δε φορές αιματηρούς και αξιέπαινους. Κατά δεύτερον, όμως, πρέπει να διευκρινιστεί η πηγή, η γενεσιουργός αφετηρία του συλλαλητηρίου: ποιος είναι αυτός που το διοργανώνει; με ποιο σκόπο; με ποιό στόχο; Και εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα! Οικειοποιούμαστε τη «σημαία» της Εκκλησίας, εκμεταλλευόμαστε την πίστη και την έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος, φωνάζουμε για τα ανθρώπινα και θρησκευτικά δικαιώματα εντός της Εκκλησίας, χωρίς την Εκκλησία! Διοργανώνεται ένα συλλαλητήριο με θρησκευτικό πρόσημο και η Εκκλησία όχι μόνο είναι απούσα, αλλά μέσω απόφασης της Διαρκούς Ιερά Συνόδου, ευαγγελίζεται και προτρέπει τους πιστούς να αναμένουν την απόφασή Της προκειμένου να έχουν μια τελική και ολοκληρωμένη εικόνα! Και τότε; Λειτουργείς άνευ της ευλογίας της Εκκλησίας, καθώς Αυτή ούτε καλλιέργησε, ούτε παρότρυνε, ούτε παρακίνησε, ούτε ευλόγησε αυτές τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες και συνάξεις που, στην καλύτερη περίπτωση εμφορούνται από θρησκευτικό ζἠλο άνευ επιγνώσεως (βλ. περιπτώσεις ζηλωτών) και στη χειρότερη, ενδεχομένως, να υποκινούνται και να υποδαυλίζονται και με παρότρυνση πολιτικών χρωματισμών και παρατάξεων. Και, εν τέλει: είμεθα χριστιανοί βαπτισμένοι και χρισμένοι στ᾿ όνομα της Παναγίας Τριάδος, είμεθα παιδιά της Εκκλησίας! Πώς γίνεται να λειτουργούμε αφ᾿ εαυτών χωρίς την ευλογία της Μητέρας Εκκλησίας, της καλουμένης, κατά τους Αγίους Πατέρες, και Σωστικής Κιβωτού και να διασπούμε την ενότητα του χριστεπωνύμου πληρώματος, διχάζοντας το λαό;
Βέβαια, θα υποστηρίξει κάποιος ότι και τον Ιούνιο του 2000 πραγματοποιήθηκαν συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με τη συμμετοχή χιλιάδων πολιτών, μόνο που τότε η όλη προσπάθεια όχι μόνο είχε διοργανωτή την Εκκλησία, αλλά είχε πρωτοστάτη τον ίδιο τον μακαριστό και χαρισματικό αρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, ο οποίος, πλαισιωμένος από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αγωνιζόταν και σθεναρά αντιστεκόταν τότε για το ζήτημα των ταυτοτήτων και την απάλειψη του θρησκεύματος από αυτές. Ο ίδιος, άλλωστε, τότε, σηκώνοντας το λάβαρο της πίστης και της ελπίδος, απευθυνόταν δακρύβρεχτος προς το λαό και, μεταξύ άλλων, έλεγε: «Πιστέ και αγαπημένε λαέ, δεν ήλθα να σας διεγείρω. Ήλθα να σας εξηγήσω. Δεν ήλθα να σας φανατίσω. Ήλθα να σας ενημερώσω». Αλήθεια, έχει καμιά σχέση εκείνο το συλλαλητήριο με όσα διοργανώνονται σήμερα, άνευ της ευλογίας και πνευματικής αδείας της Εκκλησίας;
Ο Άγιος Κυπριανός, Επίσκοπος Καρθαγένης, αναφερόμενος σε τέτοιες κινήσεις και ενέργειες της εποχής του, τόνιζε ότι «ουδείς μπορεί να έχει το Θεό Πατέρα εάν, πρωτίστως, δεν έχει την Εκκλησία Μητέρα». Και ο Όσιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, στη Δογματική του, σημειώνει: «Κάθε άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει την Αλήθεια και να επιτύχει την ανάπτυξή του σε όλες τις τελειότητες της αληθείας, αν με όλο του το είναι οικοδομηθεί στο θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας και ενωθεί παντοτεινά με την Κεφαλή Της, τον Θεάνθρωπο Χριστό» (σελ. 113). Και συμπληρώνει: «Όποιος εκπίπτει από Εκείνην, αμέσως χάνεται. Γιατί, όπως ακριβώς από τον νου μεταδίδεται διά των νευρώνων σε όλο το σώμα το νοητό πνεύμα και από την κεφαλή και κάθε αίσθηση και κίνηση, έτσι και ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας επιχορηγείται από τον Χριστό, λαμβάνει, δηλαδή, την ζωή και την πνευματική πρόοδο» (σελ. 114).
Επομένως, «ιερά» καλούνται τα συλλαλητήρια που διοργανώνει η θεσμοθετημένη Εκκλησία του Χριστού ή, τα ευλογεί και τα επιδοκιμάζει. Σε αντίθετη περίπτωση, όσες εικόνες και σταυροί να περιφέρονται στους δρόμους, όσοι «ρασοφόροι» και καλογραιές και ευσεβείς καθ᾿ όλα σύρονται και πρωτοστατούν στις ως άνω μαζώξεις, ας γνωρίζουν καλώς ότι, χωρίς υπερβολή, δεν έχουν την ευλογία της Εκκλησίας, δε λειτουργούν εντός του Σώματος Αυτής και επομένως δεν αγωνίζονται για τον Χριστό του Ευαγγελίου, αλλά για άλλες σκοπιμότητες, προσωπικές και μη που, στην καλυτέρα των περιπτώσεων τις ονοματίζουν και χαρακτηρίζουν ως δήθεν εκκλησιαστικές, θρησκευτικές και ενέργειες «πίστεως».
Ας αναμένουμε, λοιπόν, τις αποφάσεις της Εκκλησίας και, ακολούθως, θα πράξουμε όσα πρέπει και όσα αρμόζουν στην προάσπιση της πίστης μας. Και ας εμπιστευόμαστε την Αγία Εκκλησία του Χριστού και το Συνοδικό Αυτής πολίτευμα. Διότι, ως έλεγε ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, «ακόμη και λάθος να κάνει κάπου η Εκκλησία, ο Θεός, βλέποντας τους πιστούς να κινούνται με ταπείνωση και υπακοή σε Αυτήν (εκτός βέβαια από δογματικές παρεκκλίσεις), θα μεταμορφώσει και θα μεταποιήσει το όποιο λάθος σε καλό, και το μέτριο σε ακόμη καλύτερο».