Ιερές αναμνήσεις του Γέροντα Γελασίου

  • Dogma
γέροντας γελάσιος

Ο μακαριστός Γέροντας Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (πρώην Γρηγοριάτης, 1902-1987) είχε στη ζωή του διάφορες άγιες εμπειρίες.

Από αυτές θα αναφέρω κάποιες από την περίοδο που ήταν στη Μονή Οσίου Γρηγορίου, όπως τις άκουσα από τον ίδιο κάποτε που τον επισκέφθηκα.

Το 1931, τον Γενάρη που αλλάζουν τα διακονήματα, εμένα μ’ έστειλαν κοναξή στο Αντιπροσωπείο των Καρυών, τον π. Ησύχιο, ως κηπουρό και τον π. Γεδεών ως αμπελικό.

Τον Σεπτέμβριο του 1932 έγινε σεισμός και όλη η Ιερισσός καταστράφηκε. Και εμείς τότε φοβόμασταν να κοιμηθούμε μέσα στο σπίτι. Ο αντιπρόσωπος Γερο-Ανανίας κοιμόταν στο κιόσκι που είναι το Διονυσιάτικο πηγάδι, ο π. Γεδεών μέσα στο αμπέλι, ο π. Ησύχιος στους κήπους και εγώ έβαλα δύο σανίδες επάνω σε μια ελιά και εκεί τα βράδυα κοιμόμουν.

Εκείνη τη νύκτα βλέπω και έρχονται δύο νέα Καλογέρια, από το σπίτι μας, που διάβαζαν ακολουθία στο εκκλησάκι. Εγώ τα παρακαλουθούσα. Ήλθε η ώρα να ψάλλουν τις Καταβασίες: «Ανοίξω το στόμα μου…» και όταν έφθασαν στην πέμπτη Ωδή: «Εξέστη τα σύμπαντα…», τι ψαλμωδία ήταν αυτή! Εγώ από τη χαρά μου σηκώθηκα και βλέπω ότι ήμουν επάνω στην ελιά. Τα δύο Καλογέρια έγιναν δύο φαναράκια και ανέβαιναν συνεχώς στον ουρανό ψάλλοντας. Τα τελευταία τους λόγια ήσαν: «Συ γαρ απειρόγαμε Παρθένε..» Έβλεπα τα φαναράκια που ανέβαιναν και σε λίγο εξαφανίσθηκαν. Τι Καλογέρια ήταν αυτά και πώς βρέθησαν εκεί, δεν ξέρω. Με όλα αυτά όμως δυνάμωνε η πίστη μου.

Μια άλλη φορά είχα αρρωστήσει πολύ. Ο Αντιπρόσωπος κάλεσε τον Ιβηρίτη Μοναχό π. Παγκράτιο που ήταν γιατρός. Εκείνος μου είπε:

– Θα σου βάλω μία ένεση και αμέσως θα σηκωθείς επάνω.

– Γιατρέ μου, δεν θέλω ούτε ένεση, ούτε τίποτε. Άφησέ με.

– Πάτερ μου, λέει ο Αντιπρόσωπος στον γιατρό, είμαστε και Καλόγεροι. Πάρε τις ενέσεις σου και πήγαινε στο καλό, αφού δεν θέλει το Καλογέρι.

Εκεί λοιπόν που ήμουν ξαπλωμένος, βλέπω να κατεβαίνει ένας νέος ντυμένος στα άσπρα που κρατούσε ανθοδέσμη, μια αγκαλιά δενδρολίβανο. Ήλθε δίπλα μου και μου λέει: Σήκω επάνω, δεν έχεις τίποτα, είσαι καλά. Τότε εγώ έλεγα με τον νου μου:

– Τι άνθρωπος είναι αυτός που με διατάζει να σηκωθώ; Εωσότου όμως να σηκωθώ, τον έχασα από μπροστά μου. Όταν σηκώθηκα, αισθανόμουν τον εαυτό μου τελείως καλά. Μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας. Η φανέλα μου κόλλησε επάνω μου και βρωμούσε φοβερά. Έβγαλα τη φανέλα, σκουπίσθηκα και πήγα στον Γερο-Γεδεών ζητώντας φαγητό.

– Βρε εσύ πέθαινες και τώρα γυρεύεις φαγητό;

– Ναι, πέθαινα, του είπα, αλλά ήλθε ένας νέος και μου είπε: «Σηκω επάνω, είσαι καλά», και εγώ αμέσως σηκώθηκα.

– Ο άγιος Τρύφων θα σε έκανε καλά, να τον δοξάζεις και να τον ευχαριστείς.

Δόξα σοι ο Θεός. Όταν έβλεπα εγώ τέτοια πράγματα, δυνάμωνε η πίστη μου και έβλεπα το χέρι του Θεού να με σκεπάζει.

Ο Αντιπρόσωπος κάποτε με ρώτησε:

– Βρε Γιώργη, πότε θα γίνεις Καλόγερος;

– Γιατί, πάτερ Στέφανε, δεν είμαι Καλόγερος τώρα;

– Όχι, είσαι Δόκιμος. Πρέπει να το ζητήσεις από τον Γέροντα, διαφορετικά θα μείνεις όπως είσαι.

– Γράψε, του είπα, ένα γράμμα, και πες στον Γέροντα ότι θέλω να γίνω Καλόγερος.

Εκείνος έστειλε, και έλαβε την εξής απάντηση από τον Ηγούμενο: Τον Δεκέμβριο που θα έλθεις, πάρε και τον Γεώργιο μαζί σου να τον κάνουμε Καλόγερο.

Πράγματι, στις 18 του μηνός φύγαμε από τις Καρυές, και στις 23 μ’ έκανε Καλόγερο.

Κάθε χρόνο αλλάζαμε διακονήματα. Εκείνη τη χρονιά μ’ έβαλαν βοηθό στον αρχοντάρη παπα-Θεόδωρο. Την επομένη βοηθό στην εκκλησία. Τι χαρά ένοιωσα, όταν κρατούσα το εισοδικό με τη λαμπάδα για να προπέμψουμε τους ιερείς με τα άγια Δώρα στη Μεγάλη Είσοδο, δεν περιγράφεται. Κατι φτερούγιζε μέσα μου, νόμιζα ότι δεν περπατούσα στη γη. Τελείωνε η Είσοδος και εγώ ήμουν πλημμυρισμένος από χαρά. Δεν ήξερα τι θα πει κούραση στις αγρυπνίες. Δεν αισθανόμουν καμιά κόπωση, νόμιζα ότι δεν έχω σώμα. Έτσι πέρασα σαν δεύτερος εκκλησιαστικός τρία χρόνια.

Μια χειμωνιάτικη βραδιά του 1934-35, ήμουν θυμάμαι εκκλησιαστικός.

Αφού άναψα τα καντήλια στην εκκλησία, βγήκα έξω να σημάνω το πρώτο τάλαντο. Πάντοτε τις νύκτες έπαιρνα μαζί μου και ένα φαναράκι. Κάποια φωνή πέρασε από τα αυτιά μου σαν αέρας και μου είπε: «Άφησε το φαναράκι σου στη θυρίδα». Πράγματι το άφησα και κτυπούσα το τάλαντο στα σκοτεινά. Όταν έφθασα στο παρεκκλήσι της Αγίας Αναστασίας, είδα από ένα διπλανό κελλί να εξέρχεται λάμψη δυνατής φωτιάς. Εκεί έμενε ο παπα-Φιλιππος, ο οποίος έκαμε πολλά χρόνια στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν επέστρεψε στη Μονή.

Πετάω κάτω το τάλαντο και τρέχω προς το δωμάτιο. Μα τι να δω; Ο παπα-Φιλιππος καιγότανε ολόκληρος, τα ρούχα του, γεμάτα από λαδιές και λίγδες, είχαν πάρει φωτιά. Τον έπιασα από τις μασχάλες και τον τραβούσα προς τα έξω. Τρέχω και κτυπώ την καμπάνα. Πετάγεται ο παπα-Θεόδωρος, ο παπα-Ηλίας και άλλοι. Του ρίξαμε άφθονο νερό, αλλά τα ρούχα του είχαν καεί. Το σώμα του είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα. Εκείνος ο καϋμένος φώναζε: «Παναγία μου, σώσε με, Παναγία μου, σώσε με». Τον έβαλαν οι Πατέρες σε μια κουβέρτα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Δεν έζησε παρά 15 μέρες. Τελειώθηκε μαρτυρικώς, όπως ο άγιος Λαυρέντιος.

Ο Γερο-Βαρλαάμ με σήκωσε ψηλά, με φίλησε και μου είπε:

– Πάτερ Γελάσιε, έσωσες κι εμάς και το Μοναστήρι από την πυρκαϊά. Του είπα:

– Ο άγιος Νικόλαος με φώτισε ν’ αφήσω το φαναράκι, διότι αν το έπαιρνα μαζί μου, δεν θα έβλεπα τη φωτιά.

Μια άλλη φορά, ως δόκιμος, ανέβηκα στον Άθωνα για την πανήγυρη της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Μπροστά μου πήγαινε με ζώα ο γιατρός της Λαύρας π. Αθανάσιος Παυλίδης με τον μοναχό Γεδεών κι εγώ τους ακολουθούσα ξυπόλυτος. Θελεις από ευλάβεια; Δεν ξέρω τι να πω. Αυτοί όντας μακρυά από εμένα περί τα 200 μέτρα, στάθηκαν να ξεκουρασθούν κάτω από ένα πεύκο. Εγώ καθώς ανέβαινα κοντά σε ένα ρεματάκι, αισθάνθηκα μία πολύ δυνατή ευωδία. Λέω με τον νου μου: Θα είχε στον ντορβά του κολώνια ο ιατρός και θα του χύθηκε. Ας πάω να τον ειδοποιήσω:

– Γιατρέ, κοίταξε μέσα στον ντορβά σου, μήπως σου χύθηκε το μπουκαλάκι με την κολώνια, διότι στο τάδε μέρος μυρίζει κολώνια.

– Εγώ δεν έχω, παιδάκι μου, στο δισάκι μου κολώνιες. Εκεί που αισθάνθηκες ευωδία, έχω ακούσει ότι υπάρχουν λείψανα αγίων Πατέρων.

– Τέτοια ευωδία, Γέροντα, δεν αισθάνθηκα πάλι. Στον γυρισμό πήγα πάλι εκεί, αλλά δεν αισθάνθηκα τίποτε.

– Ανάλογα με την ψυχική κατάσταση που βρίσκεται κανείς τα αισθάνεται αυτά, μου είπε ο π. Αθανάσιος.

 

 

Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, “Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος”, Μοναχός Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (αποσπάσματα). Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου 2005

 

TOP NEWS