Θεοτόκος είναι μία ελληνική λέξη, θρησκευτική προσαγόρευση, που σημαίνει «Εκείνη που τίκτει Θεό», (το δεύτερο συνθετικό -τόκος προέρχεται από το ρήμα τίκτω που σημαίνει γεννώ).
Η προσαγόρευση Θεοτόκος (ως και Θεομήτωρ) χρησιμοποιήθηκαν από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία για το πρόσωπο της Μαρίας της μητέρας του Ιησού Χριστού και καθιερώθηκε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο ενώ θεσμοθετήθηκε η γενική αποδοχή από τις Δ’ και Ε’ Οικουμενικές Συνόδους.