Ιερός Ναός Παναγίας του Κάστρου
Ο βυζαντινός ναός μετασκευάστηκε κάποια στιγμή μέσα στο α΄ μισό του 14ου αι. και πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος και τριμερές ιερό, στεγασμένης με γοτθικά σταυροθόλια. Η μετατροπή αυτή οφείλεται σε επισκευή λόγω πιθανής κατάρρευσης του μεσαίου κλίτους με τον τρούλο κατά το σεισμό του 1303. Η παλιά αρχιτεκτονική αυτή φάση παραμένει εμφανής έως τη γένεση περίπου των τόξων, τα οποία άλλοτε μεταβίβαζαν το βάρος των ωθήσεων του τρούλου.
Ιστορικά Στοιχεία
Η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου βρίσκεται στο Κολλάκιο της μεσαιωνικής πόλης, στο ανατολικό άκρο της μεγαλύτερης και αρχαιότερης σωζόμενης οδού Ιπποτών, στη σημερινή πλατεία Μουσών.
Ο αρχικός πυρήνας του υφιστάμενου ναού οικοδομήθηκε πιθανότατα τον 11ο αι. επ’ ονόματι της Παναγίας, στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο και αποτέλεσε τη μητρόπολη του ορθόδοξου δόγματος.
Μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιωαννίτες ιππότες, η βυζαντινή εκκλησία καθιερώθηκε ως καθεδρικός αρχιεπισκοπικός ναός των Λατίνων, αφιερωμένος επίσης στη Θεοτόκο, με το όνομα Sancta Maria Castelli Rodi. Η μετατροπή της ορθόδοξης μητρόπολης σε καθολική, επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο του δυτικού δόγματος και των κατακτητών ιπποτών επί του γηγενούς ορθόδοξου πληθυσμού.
Ο βυζαντινός ναός μετασκευάστηκε κάποια στιγμή μέσα στο α΄ μισό του 14ου αι. και πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος και τριμερές ιερό, στεγασμένης με γοτθικά σταυροθόλια. Η μετατροπή αυτή οφείλεται σε επισκευή λόγω πιθανής κατάρρευσης του μεσαίου κλίτους με τον τρούλο κατά το σεισμό του 1303. Η παλιά αρχιτεκτονική αυτή φάση παραμένει εμφανής έως τη γένεση περίπου των τόξων, τα οποία άλλοτε μεταβίβαζαν το βάρος των ωθήσεων του τρούλου.
Όπως προκύπτει από τις πηγές, η αρχιεπισκοπή της Ρόδου την περίοδο αυτή βρισκόταν σε μεγάλη ένδεια και δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά την ανοικοδόμηση του ναού. Για το λόγο αυτό, ζήτησε την βοήθεια του πάπα Ιωάννη XXII, ο οποίος φαίνεται να της την παρείχε. Για αυτή του την συνεισφορά προφανώς, και για να τον τιμήσουν, τοποθέτησαν το οικόσημό του δίπλα σε αυτό του Μεγάλου Μαγίστρου Helion de Villeneuve (1319-1346), τα οποία διατηρούνται εντοιχισμένα στο άνω τμήμα της κόγχης του ιερού. Η συνολική μελέτη του μνημείου σε συνδυασμό με τις γραπτές πηγές, συνηγορεί στη χρονολόγηση της αρχικής ιπποτικής αυτής επέμβασης μεταξύ των ετών 1319 και 1334.
Ο ναός φαίνεται να δέχθηκε ακόμη μία ιπποτική επέμβαση που τοποθετείται στο β΄ μισό του 15ου αι και πιθανόν συνδέεται με την πολιορκία του 1480, κατά την οποία η εκκλησία υπέστη εκτεταμένες φθορές. Προς επίρρωση αυτής χρονολόγησης, το οικόσημο του Μεγάλου Μαγίστρου Pierre d’ Aubusson (1476-1503) εντός υαλοστασίου, συνοδεία των οικοσήμων των προγενέστερων Μεγάλων Μαγίστρων Antoni de Fluvian (1421-1437) και Jean Bonpart de Lastic (1437-1454) ως απόδοση τιμής, πιθανόν γιατί είχαν συμβάλλει σε αντίστοιχες επιδιορθώσεις.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο καθολικός ναός της Παναγίας, κατά τα ειωθότα, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με το όνομα Εντερούμ τζαμί, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η απόδοση του ναού στη νέα θρησκεία επέβαλλε την προσθήκη συγκεκριμένων κατασκευών απαραίτητων για τη διεξαγωγή της λατρείας, μεταξύ των οποίων και ο μιναρές που υψώθηκε στη νότια πλευρά του κτηρίου, τα οικοδομικά κατάλοιπα του οποίου αφαιρέθηκαν κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου που εκτελέστηκαν στην περίοδο της ιταλικής κατοχής του νησιού. Ανάμνηση της απόδοσης του ναού στη νέα θρησκεία είναι η κρήνη που εξυπηρετούσε το τζαμί στην παρακείμενη πλατεία και έφερε χρονολογία 1881.
Από τον εντοίχιο ζωγραφικό διάκοσμο της εκκλησίας των ιπποτικών χρόνων διατηρούνται ελάχιστα σπαράγματα, μεταξύ των οποίων η παράσταση της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και ζεύγη αγίων στο βορειοδυτικό πεσσό χρονολογημένα στο β΄ τέταρτο 14ου αι., καθώς και η μορφή της Αγίας Λουκίας στο νότιο τοίχο, έργο πιθανότατα δυτικοευρωπαίου ζωγράφου του β΄ μισό 14ου αι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ορθογώνια υπέρθυρη κόγχη με το εξέχον πλαίσιο στη δυτική όψη του ναού. Παρότι δεν διατηρούνται στοιχεία για το θέμα της τοιχογραφίας που πλαισίωνε, θεωρείται πιθανόν να φιλοξενούσε ζωγραφική σύνθεση με θέμα την Παναγία συνοδεία αγίων και ιπποτών. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ύπαρξη υπόγειας πηγής ύδατος στη βορειοανατολική γωνία του ναού, η οποία φαίνεται να βρισκόταν σε χρήση τουλάχιστον από τον 11ο αι. και πιθανόν να θεωρούνταν αγίασμα.
Σήμερα, έπειτα από τη διαχρονική χρήση της Παναγίας του Κάστρου ως ναού από το σύνολο των δογμάτων και των θρησκειών που πέρασαν από το νησί, αποτελεί κηρυγμένο μνημείο και υπάγεται στον έλεγχο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου. Κατά καιρούς στους χώρους της έχει φιλοξενήσει εκθέσεις και διάφορες εκδηλώσεις, ενώ μέχρι πρότινος στέγαζε το βυζαντινό μουσείο της Ρόδου, το οποίο παραμένει κλειστό στο πλαίσιο συντήρησης και επανέκθεσης των κειμηλίων του.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Παλάτι Μεγάλου Μαγίστρου
Παραμένοντας εντός των τειχών της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου και ανηφορίζοντας την οδό Ιπποτών που συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον καλοδιατηρημένων λιθόστρωτων μεσαιωνικών δρόμων της Ευρώπης, ο επισκέπτης συναντά στην κορυφή του υψώματος το σημαντικότερο ίσως μνημείο της Ιπποτοκρατίας, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου.
Το Παλάτι υπήρξε το κέντρο της ζωής του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων και η έδρα των ανώτατου άρχοντα μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσάς του στη Ρόδο το 1309. Εκεί συγκαλούνταν οι γενικές σύνοδοι του Τάγματος, πραγματοποιούνταν οι τελετές κατά την εκλογή και το θάνατο των Μεγάλων Μαγίστρων (ανώτατοι θρησκευτικοί ηγέτες και διοικητές) και συγκεντρώνονταν ο πληθυσμός σε περίπτωση πολιορκίας.
Η χρήση του από τους Ιππότες φαίνεται να άρχισε αμέσως μετά την εγκατάσταση του Τάγματος στη Ρόδο και έπειτα από κατάλληλες προσαρμογές στις υφιστάμενες βυζαντινές κατασκευές. Την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε η κύρια είσοδος του παλατιού από τα νότια, με τα οικόσημα του Τάγματος και του Μεγάλου Μαγίστρου Helion de Villeneuve (1319-1346) άνωθεν του θυρώματος, εν μέσω ημικυλινδρικών πύργων.
Η πρώτη μεγάλη επέμβαση στην αρχιτεκτονική δομή του κτιρίου συντελέστηκε μετά το 1480/81, καθώς κατά την πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς το παλάτι υπέστη εκτεταμένες φθορές που επιτάθηκαν με τον καταστροφικό σεισμό του 1481. Οι εργασίες αποκατάστασης επισφραγίστηκαν με τα οικόσημα των Μεγάλων Μαγίστρων Pierre d’ Aubusson (1476-1503) και Fabrizion del Carretto (1513-1521). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή του Pierre d’ Aubusson να παραγγείλει από τη Φλάνδρα το 1493 τάπητα στον οποίο αναπαρίσταντο σκηνές από την πολιορκία του 1480 και από την επίθεση στο φρούριο του Αγίου Νικολάου, στην άμυνα του οποίου ο ίδιος ήταν επικεφαλής. Η επένδυση των τοίχων με χαλιά εξαιρετικής τέχνης αποτελούσε βασικό διακοσμητικό στοιχείο των επίσημων αιθουσών του παλατιού, όπως επιβεβαιώνεται και από τον χειρόγραφο κώδικα του Causin. Με επιτοίχιους ολλανδικούς τάπητες κοσμούνταν επίσης το ιδιωτικό παρεκκλήσιο του Μεγάλου Μαγίστρου επ’ ονόματι της Αγίας Αικατερίνης.
Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία πέντε φυλακισμένων πριγκίπων με τις οικογένειές τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του περιηγητή Ι. Carlier το 1579, ο οποίος δεν κατέστη δυνατόν να το επισκεφθεί. Η χρήση του παλατιού, ωστόσο, φαίνεται ότι σταδιακά περιορίστηκε και μέχρι τα μέσα του 17ου αι. οι χώροι του είχαν αρχίσει να εμφανίζουν σημάδια εγκατάλειψης. Οι πληροφορίες για την περίοδο αυτή είναι πενιχρές, σε αντίθεση με την αμέσως επόμενη που οι αναφορές των περιηγητών στο κάστρο πυκνώνουν. Σταθμός για την οικοδομική του ιστορία αποτέλεσε ο μεγάλος σεισμός και η έκρηξη που σημειώθηκε στις αποθήκες του γειτονικού ιπποτικού ναού του Αγίου Ιωάννου το 1856 που κατέστρεψε το καθολικό και επέφερε εκτεταμένες φθορές στο παλάτι ισοπεδώνοντας σχεδόν ολοσχερώς τον όροφο του κτιρίου.
Την περίοδο της ιταλικής κατοχής του νησιού συντελέστηκαν οι πλέον δραστικές παρεμβάσεις στη κτιριακή δομή του παλατιού. Οι συγκρατημένες αποκαταστάσεις της περιόδου 1932-1937 έδωσαν τη θέση τους στις δραστικές ανακατασκευές που έλαβαν χώρα μεταξύ 1937-1940 υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Vittorio Mesturino, μετατρέποντάς το κτίριο σε κατοικία του Ιταλού διοικητή του νησιού κόμη Cesare Maria de Vecchi με διαμερίσματα ειδικά διαμορφωμένα για τους Ιταλούς βασιλείς και τον Μουσολίνι.
Έκτοτε και έως το 1987 σημειώθηκαν ελάχιστες επεμβάσεις μικρής κλίμακας στο κτίριο. Οι επισκευές του 1988 πραγματοποιήθηκαν με κύριο στόχο τη στατική ενίσχυση του κτιρίου και την αποκατάσταση βυζαντινών και ιπποτικών τοίχων του ισογείου και του υπογείου.
Σήμερα το παλάτι είναι ανοικτό για το κοινό. Ο επισκέπτης μπορεί να περιδιαβεί στους χώρους του και να θαυμάσει τα ψηφιδωτά δάπεδα που μεταφέρθηκαν από τους Ιταλούς, κυρίως από κοσμικά και εκκλησιαστικά κτήρια της Κω, αλλά και μεσαιωνικά έπιπλα, καθρέπτες, πίνακες, κηροστάτες και άλλα αντικείμενα που συμπληρώνουν τον διάκοσμο του επιβλητικού οικοδομήματος.
Κτίριο Villaragut
Παραμένοντας εντός των τειχών της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου και ανηφορίζοντας την οδό Ιπποτών που συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον καλοδιατηρημένων λιθόστρωτων μεσαιωνικών δρόμων της Ευρώπης, έπειτα από ≈170μ. ο επισκέπτης συναντά το κτίριο που είναι γνωστό σήμερα ως ‘κτίριο Villaragut’, του οποίου η βόρεια και δυτική πλευρά έχει μέτωπο στο δρόμο.
Πρόκειται για διώροφο κτίριο που εντάσσεται στο συγκρότημα του Ιπποτικού Νοσοκομείου του 15ου αι. (σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο) στο οποίο αναγνωρίζονται τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη αφορά στην ανέγερσή του στο α΄ μισό του 15ου αι., η επόμενη σε επισκευές που πραγματοποιήθηκαν το 1489 και η τελευταία την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, χωρίς ακριβή χρονολόγηση, αλλά σίγουρα συντελεσμένη πριν τα μέσα του 18ου αι.
Η ανέγερσή του φαίνεται να συντελείται σχεδόν ταυτόχρονα με του Ιπποτικού Νοσοκομείου, καθώς το μέγεθος, η θέση και η δομή του κτίσματος, όπως επίσης και το σωζόμενο πλαίσιο τριπλού οικοσήμου πάνω από το θύρωμα μαρτυρούν ότι προοριζόταν για δημόσια χρήση, πιθανότατα σχετική με την ευρύτερη νοσοκομειακή δραστηριότητα του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου.
Οι πρώτες εκτεταμένες επισκευές πραγματοποιήθηκαν έπειτα από την πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς το 1480 και του σεισμού που την ακολούθησε. Σε αυτή την οικοδομική φάση ανάγεται και η τοποθέτηση του επίσης τριπλού οικοσήμου στον όροφο της δυτικής όψης. Το ορθογώνιο πλαίσιο με χρονολογία 1489 περιλαμβάνει επίσης το σταυρό του Τάγματος, την επιγραφή ‘Firma fe’ (η πίστη σώζει) και το οικόσημο του Διομήδη Villaragut ‘Ντραπέριου’, αρχηγού της Γλώσσας της Καστίλλης και προφανώς υπευθύνου του ιδρύματος.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το ερειπωμένο κτίσμα χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία. Στην ανατολική πτέρυγα εντάχθηκε το αρχοντικό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής που επικράτησε στο γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων από το β΄ μισό του 18ου αι., με τοπικές ωστόσο ιδιομορφίες. Ως τελευταίος ιδιοκτήτης του αρχοντικού αναφέρεται ο Γιουσούφ Μπέης.
Το αρχοντικό αναστηλώθηκε την περίοδο της ιταλικής κατοχής και συγκεκριμένα το 1929, οπότε και στέγασε το Εθνογραφικό Μουσείο. Οι καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η ελλιπής συντήρηση της ανατολικής πτέρυγας κατά τους χρόνους που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψή και σχεδόν την ολοκληρωτική κατάρρευσή του ορόφου του. Η σύγχρονη αποκατάσταση του με σεβασμό στις δομές και στα ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά του, όπως επίσης και στην ιστορία του, πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1990-1997 από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων και το Δήμο Ρόδου.
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μητρόπολης Ρόδου