Με τους τυφλούς είχα ιδιαίτερες σχέσεις και, ήδη, έχω γράψει μερικές σκέψεις μου, σε προηγούμενές μου μελέτες. Ειλικρινά τους έχω αγαπήσει και έχουν την πρώτη θέση μέσα στην καρδιά μου, γιατί όσο οι άνθρωποι αυτοί ζουν σ’ αυτή την τόσο ευκαταφρόνητη κατάσταση, τόσο βλέπει, κανείς, στα πρόσωπά τους, τη ματαιότητα του κόσμου τούτου, που εκφράζεται μέσα από τον πόνο και τη συνεχή ταλαιπωρία τους. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση που βρίσκονται οι άνθρωποι αυτοί, παρ’ όλο που με τα δικά μας κριτήρια θεωρούνται δυστυχισμένοι και τους βλέπουμε συνήθως με οίκτο και συμπάθεια κρύβεται μέσα τους ένας μυστικός διαφορετικός κόσμος. Πόσες φορές δε θέλησα να μπω μέσα σ’ αυτό τον κόσμο να ζήσω, μαζί τους, κραδασμούς της καρδιάς τους και να αγγίζω, όσο ήταν επιτρεπτό, το σφρίγος της ψυχής τους και, ακόμα περισσότερο, την αθωότητα της καρδιάς τους. Όσο πιο πολύ έμπαινα στα δικά τους τόσο πιο έντονα δημιουργούσε μέσα μου το αίσθημα ευθύνης και συμπόνιας. Μαζί τους συνοδοιπόρος γινόμουν και να μπορέσω να σχηματίσω μέσα μου μια εικόνα που θα μπορούσε να γίνει πρότυπό μου για να στηριχθώ εγώ που τα έχω όλα και δεν είμαι ποτέ ικανοποιημένος. Γεγονός. Τι μας λείπει; Έχουμε τα μάτια μας. Βλέπουμε κανονικά τον γύρω μας όμορφο, μπορούμε και μιλούμε, ακούμε, κινούμαστε, με άλλα λόγια, τα πιο βασικά για την ύπαρξη και ζωή μας τα έχουμε. Κι όμως είναι στιγμές που το ξεχνούμε και παρασύρουμε τους εαυτούς μας σε άσκοπες σκέψεις και επιπόλαιους προβληματισμούς. Φοβόμαστε περισσότερο, γιατί δεν θα έχουμε τις ανέσεις μας και δεν θα μπορούμε να βολευόμαστε έτσι όπως μας αρέσει. Με άλλα λόγια θα θέλαμε όλα τα καλά και τις ευκολίες μας, για να είμαστε βέβαιοι ότι εξασφαλίσαμε την ησυχία μας και την άνεσή μας.
Αν ρίξουμε, όμως, μια ματιά γύρω μας, θα δούμε ότι υπάρχει τόση δυστυχία τόσος πόνος, τόσος κλαυθμός και τόσος οδυρμός στους συνανθρώπους μας με προσωρινά ή μόνιμα προβλήματα υγείας και προπαντός ατέλειες στο σώμα τους και στις διάφορες ενέργειες που είναι τόσο απαραίτητες και βασικές για την ολοκληρωμένη λειτουργία τους. Όλοι μας πρέπει να προσγειωθούμε και να δούμε πιο βαθιά μπροστά στη δυστυχία και στον πόνο των άλλων το δικό μας πρόσωπο. Δεν πρέπει να θέλουμε και να επιδιώκουμε πάντα να γίνει το δικό μας θέλημα. Ας αφήσουμε τον Θεό που μας έπλασε και μας αγάπησε τόσο να κατευθύνει τη ζωή και τα βήματά μας. Μη στριμώχνουμε τους εαυτούς μας σε τόπους που δεν μας ανήκουν, σε χώρους που δεν μπορούμε ν’ αναπτυχθούμε πνευματικά. Χρειαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τα ταλέντα και τα χαρίσματά μας. Μας τα έδωσε ο Θεός ακριβώς για να μας αγιοποιήσει. Είμαστε τραυματισμένοι βαθιά από το δύσκολο και βαρύ κουβάλημα των αμαρτιών μας. Όμως ο Χριστός μας είναι πάντα δίπλα μας, αναπαύει και μας ξεκουράζει όσο κι αν κουβαλούμε μέσα μας τις αδυναμίες και τα πάθη μας. Αν κανείς σκεφτεί τον ίδιο τον Χριστό και τον παρακολουθήσει προσεκτικά, τότε θα αντιληφθεί πόση αξία έχει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος όσο δύσκολη κι αν είναι η θέση του μέσα στην κοινωνία, επειδή πάσχει και ταλαιπωρείται από μια αναπηρία σωματική ή πνευματική. Γι’ αυτό επιβάλλεται να δείχνουμε στον συνάνθρωπό μας που πάσχει και υποφέρει, μια ξεχωριστή ευαισθησία συμπάθειας και συμπόρευσης όσο κι αν δεν θέλουμε να μπούμε μέσα στο δικό του κόσμο που παραμένει ένα μυστήριο. Αγάπη προς το πλάσμα του Θεού σημαίνει επανένωση με τον ίδιο τον Χριστό, γιατί αυτή η άδολη αγάπη πηγάζει από τον ίδιο τον Χριστό και με την έντονη παρουσία Του που εκπέμπει φως και ζωή γίνεται ο πιστός μας φίλος «Υμείς φίλοι μου εστέ».
Ταξιδεύω συχνά στα ενδότερα της χώρας. Επισκέπτομαι τους ιερείς και τους χριστιανούς μας στα λεγόμενα σπίτια τους «καλύβες», για να απαλύνω τον πόνο τους και να τους μεταφέρω ελπίδα και δυνάμεις στην τεράστια αυτή αντιμετώπιση της φτώχειας και της μιζέριας. Αλλά και πάλι βλέπω πόσο εσωτερική είναι η δύναμη της ψυχής τους και πόσο αγόγγυστα αντιμετωπίζουν τις θλίψεις και τις αδικίες που παρουσιάζονται στη ζωή τους. Είχα μέσα μου την πεποίθηση ότι ο Ποιμένας πρέπει να καταδέχεται να μπει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι επισκέψεις αυτές είναι αποκαλυπτικές. Είδα από κοντά, χρόνια τώρα, και έζησα το δράμα των ταλαιπωρημένων παιδιών της Αφρικής. Άγγιζα από πολύ κοντά και άκουσα τους κτύπους της καρδιάς τους. Κάθισα μαζί τους μέσα στις καλύβες και τα πρόχειρα παραπετάσματά τους. Χαμαί, καθισμένος και κουλουριασμένος, ακουμπούσα και άκουα τους φτωχούς αυτούς ανθρώπους με την πιο ταπεινή και σεμνή παρουσίαση το καθημερινό τους πρόβλημα. Άγνωστοι και, κυριολεκτικά, πεταμένοι, περίμεναν ένα λόγο παρηγοριάς και τουλάχιστο κάτι που θα τους έδινε την αίσθηση ότι παρ’ όλη τη μιζέρια τους αναγνωριζόταν στο πρόσωπό τους ο ίδιος ο Χριστός. Τίποτε περισσότερο.
Εκεί που καθόμουνα και άκουα τις ωραίες και ταπεινές ιστορίες τους, για μια στιγμή μου λένε ότι έχουμε εδώ δίπλα μας μια γυναίκα που είναι εκ γενετής τυφλή. Αμέσως και χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη, σηκώθηκα πάνω και τους είπα να πάμε να την επισκεφθούμε. Έτσι κι έγινε. Πράγματι, μου παρουσίασαν μια γυναίκα που κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της και ένα παιδάκι μέχρι περίπου τριών ετών ήταν κοντά της. Δίπλα της η μητέρα της – σε προχωρημένη ηλικία – που μόλις μπορούσε να σταθεί και ο σκελετωμένος σύζυγός της. Έγιναν οι γενικές συστάσεις και αμέσως μπήκαμε στο θέμα. Ήθελα ν’ ακούσω πώς αισθανόταν αυτή η ψυχή του Θεού σ’ αυτή την κατάσταση που βρισκόταν. Στα πρόσωπά τους όλοι είχαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Όσο κι αν ήταν πονεμένοι, φτωχοί και περιφρονημένοι δεν έδειξαν ίχνος φόβου, αγωνίας ή απελπισίας. Ναι! Τα είχαν κάπως χαμένα, γιατί δεν περίμεναν εδώ που ζούσαν στο πουθενά να παρουσιασθεί και να τους επισκεφθεί ένας Ευρωπαίος και δη Επίσκοπος. Πρόσεξα ότι η τυφλή, παρ’ όλη την αναπηρία της, κρατούσε με πολλή στοργή το βρέφος και παρ’ όλο που δεν το έβλεπα, από μητρικό ένστικτο το χάιδευε κι εκείνο φαινόταν ότι το ήθελε το είχε ανάγκη και μέσα – μέσα χαμογελούσε. Έκανα κι εγώ μια κίνηση προς το μικρό και η τυφλή το αισθάνθηκε και έδειξε ικανοποίηση. Με τρυφερότητα το χάιδεψα στο κεφαλάκι του και στο προσωπάκι του. Η τυφλή μάνα το κατάλαβε και αμέσως όλο της το πρόσωπο έλαμψε και χαιρέτησε την κίνηση αυτή με ιδιαίτερη και πολλή ικανοποίηση.
Τι άλλο να κάνει κανείς; Πόσο να σκεφθεί και πώς να μπει στον άγνωστο και απέραντο ωκεανό της μοίρας της; Όσο, κανείς, πλησιάζει αυτούς τους ανθρώπους όσο γίνεται φίλος τους και συμπάσχει με την αναπηρία τους τόσο έρχεται ο Κύριός μας κοντά μας και μας ενώνει με το μυστήριο αυτό το μοναδικό και αποκαλυπτικό.