Κύπρος: Ένας αιώνας συγκρούσεις με τραγικές συνέπειες και ο ρόλος της Εκκλησίας
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Όποτε και να γίνονταν εκλογές για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο στην Κύπρο, η εμπλοκή των πολιτικών ήταν δεδομένη. Τα κόμματα και οι ξένες δυνάμεις (Άγγλοι), πάντα επηρέαζαν τις εξελίξεις και, με τη σειρά της, η Εκκλησία εμπλέκονταν με την πολιτική, όχι μόνο λόγω Μακαρίου, αλλά εξ αιτίας της εκλογής του αρχιεπισκόπου από τη βάση.
Και στις μέρες μας οι παρεμβάσεις των κομμάτων, της Ελλάδας, του Φαναρίου, της Μόσχας και των ΗΠΑ είναι καθοριστικές, καθώς η Ιερά Σύνοδος του νησιού έχει χωριστεί σε φιλοδυτικούς και φιλορώσους λόγω του Ουκρανικού. Όπως και τώρα, έτσι και πριν από ένα αιώνα, οι εντάσεις και οι ίντριγκες είναι πολλές και στο βάθος ένας μίνι διχασμός, με καθαρά πολιτικές προεκτάσεις.
Η Κύπρος, από το 1899 και μέχρι τον θάνατο του Μακάριου, συνεχώς, ήταν σε μία διαρκή ένταση με αφορμή και το Εκκλησιαστικό.
Μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Επιφάνιου και του αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου, τον θρόνο διεκδίκησαν οι Ιεράρχες Κιτίου, Κύριλλος Παπαδόπουλος και Κερύνειας, Κύριλλος Βασιλείου.
Γύρω από τον Παπαδόπουλο συσπειρώθηκαν οι αδιάλλακτοι ενωτικοί και με τον Βασίλειο οι μετριοπαθείς. Και, ξαφνικά, ο λαός χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Ήταν δε τέτοια η ένταση των δύο πλευρών που το νησί βρέθηκε στα πρόθυρα εμφυλίου. Εφημερίδες, σχολεία, σωματεία, καφενεία, ναοί. Αθήνα, Φανάρι, Αλεξάνδρεια, προσπάθησαν να φέρουν τις δύο παρατάξεις πιο κοντά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Οι οπαδοί του Παπαδόπουλου κατάφεραν να επικρατήσουν στη Βουλή. Ψήφισαν νόμους που άνοιξαν τον δρόμο για την εκλογή του. Το 1910, η ελληνική κυβέρνηση παρενέβη δυναμικά και αποκαταστάθηκε η ηρεμία. Ο Κύριλλος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο αντίπαλός του.
Ο Κύριλλος πέθανε το 1933 αλλά, εξ αιτίας των εντάσεων, ο θρόνος έμεινε ακέφαλος μέχρι το 1947! Οι Άγγλοι για να περιορίσουν τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας είχαν ασκήσει πιέσεις, ενώ είχαν εξορίσει και όσους μητροπολίτες ήταν εναντίον τους.
Ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, λόγω της εξορίας από τους Άγγλους, των Μητροπολιτών Κιτίου Νικόδημου και Κερυνείας Μακαρίου, αρνήθηκε να γίνουν οι εκλογές. Ο Μακάριος επέστρεψε από την εξορία και με τον Πάφου διεκδίκησαν την Αρχιεπισκοπή. Και πάλι διχασμός και ακραίες καταστάσεις. Οι δύο αποφάσισαν να μην είναι υποψήφιοι για το καλό των Ελλήνων. Όμως οι αδιάλλακτοι ενωτικοί τάχτηκαν με τον Μακάριο και οι μετριοπαθείς με τον Λεόντιο, τον οποίο συμπαθούσε και το ΑΚΕΛ.
Οι εκλογές έγιναν με παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η Εκκλησία χωρίστηκε σε δεξιούς (Μακάριος) και αριστερούς (Λεόντιος).
Αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Λεόντιος με τη δεξιά όμως να τον αμφισβητεί έντονα. Ο νεοεκλεγείς έμεινε στον θρόνο ένα μήνα. Πέθανε τον Ιούνιο του 1947.
Το ΑΚΕΛ προκειμένου να μην εκλεγεί ο «εθνικιστής», όπως έλεγαν Μακάριος, πρότειναν να γίνει αρχιεπίσκοπος ο μητροπολίτης του Φαναρίου Δέρκων Ιωακείμ, ο οποίος ήταν στην Κύπρο για να «μειωθούν οι τριβές». Ο Δέρκων έφυγε άρον-άρον και η Αθήνα στήριξε ανοιχτά τον Μακάριο, ο οποίος εξελέγη και ενθρονίστηκε την ίδια μέρα 24 Δεκεμβρίου 1947. Όμως, το 1950 πέθανε και τον διαδέχτηκε ο νεαρός τότε μακάριος, ο επόμενος Εθνάρχης του νησιού.
Μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959, με τις οποίες η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της, η υποψηφιότητα του Μακαρίου για τη θέση του προέδρου της νεοσύστατης δημοκρατίας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ των «Ζυριχικών» και «αντιζυριχικών», οι οποίοι αντιπρότειναν τον πατέρα του Γλαύκου Κληρίδη Ιωάννη, τον οποίο στήριξε η ακροδεξιά και το ΑΚΕΛ.
Ο Γλαύκος Κληρίδης δεν στήριξε τον πατέρα του, δηλώνοντας ότι «πατρός τε και μητρός τε τιμιώτερον εστί η πατρίς». Ο Μακάριος συγκέντρωσε το 67% των ψήφων με το ΑΚΕΛ να στηρίζει τον νέο πρόεδρο.
H Ακροδεξιά και οι δυσαρεστημένοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ συσπειρώθηκαν γύρω από τον Γρίβα, ασκώντας έντονη κριτική στον Μακάριο. Ο λαός χωρίστηκε και πάλι σε Γριβικούς και Μακαριακούς. Μία κόντρα που σημάδεψε την Κύπρο ως την τουρκική εισβολή.
Οι Γριβικοί και αδιάλλακτοι αποκαλούσαν τον Μακάριο «επίορκο της ένωσης» και τους οπαδούς του ανθενωτικούς, ανθέλληνες και «Μουσκικούς» από το κατά κόσμον όνομα του αρχιεπισκόπου, που ήταν Μιχαήλ Μούσκος.
Η διαμάχη των δύο πλευρών πήρε διαστάσεις διχασμού και εμφύλιας αντιπαράθεσης με την ίδρυση της ΕΟΚΑ B’, το 1971. H σύγκρουση άνοιξε τον δρόμο για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή.
Τότε, στην Αθήνα, εκκλησιαστικά έντυπα έριχναν λάδι στη φωτιά, θέτοντας το ζήτημα αν ο Μακάριος έπρεπε να είναι και αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος, στη λογική «ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς».
Ο Μακάριος, ο αγώνας του και η αγωνία του για την Κύπρο
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμον: Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος), γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της Πάφου, Πάνω Παναγιά. Επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή για να τον υποστηρίξει σε κάτι τέτοιο, έκανε αίτηση να ενταχθεί ως δόκιμος στην Μονή Κύκκου. Μετά από εκτενείς εξετάσεις, ο νεαρός Μούσκος έγινε δεκτός το 1926.
Το 1933 η μονή τον έστειλε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Και εκεί είχε εντυπωσιακή επιτυχία ως μαθητής, ώστε το 1936, όταν επέστρεψε στη μονή, ανέλαβε διευθυντής της ελληνικής σχολής. Το 1938 έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, από το 2ο έτος άρχισε να σπουδάζει παράλληλα και στη Νομική Σχολή, όπου τέλειωσε το 1943. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τις δυνάμεις του Άξονα, το 1941, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Κύπρο, οπότε παρέμεινε στην Αθήνα και μάλιστα εντάχθηκε στην Οργάνωση Χ. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1944, ο Μακάριος παρέμεινε στην Αθήνα και, στις αρχές του 1946, χειροτονήθηκε ιερωμένος και τοποτηρητής με τίτλο Αρχιμανδρίτη στον ναό της Αγίας Παρασκευής Πειραιά.
Τον Σεπτέμβριο του 1946, τού προσφέρθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στη Μασσαχουσέτη των ΗΠΑ. Εκεί, πέραν της θεολογίας, παρακολούθησε μαθήματα Θρησκευτικής Κοινωνιολογίας. Το 1948, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εξελέγη εν τη απουσία του Επίσκοπος Κιτίου και επέστρεψε στην Κύπρο. Λίγο αργότερα, μετά την ενθρόνισή του ως Επίσκοπος Κιτίου, ανέλαβε διευθυντής του τετραμελούς Γραφείου της Εθναρχίας, με σκοπό το συντονισμό του αγώνα για την «Ένωση», όπου στάθηκε σκληρός υποστηρικτής. Σε κήρυγμά του, στις 4 Δεκεμβρίου 1949, κατά την περίοδο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, έλεγε: «Δεν πιστεύουμε, όπως κάνουν μερικοί προδότες και αγγλόφιλοι, πως η Ένωση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αγγλοελληνικής φιλίας. Η Ένωση δε χαρίζεται, κερδίζεται με συνεχή αγώνα». Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’, τo 1950, ο 37χρονος τότε Μακάριος εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στον λόγο του, υποσχέθηκε στον λαό ότι θα εργαστεί άοκνα για την Ένωση Κύπρου-Ελλάδας
Ο νεαρός Αρχιεπίσκοπος στράφηκε στην ελληνική κοινή γνώμη για να στηρίξει τον αγώνα της Ενώσεως από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Ο Παπάγος δεν είχε διάθεση να συγκρουστεί με την Αγγλία, μιας και η Ελλάδα ήταν ακόμη εξασθενημένη από τον Εμφύλιο. Ωστόσο, αναγκάστηκε να δραστηριοποιηθεί υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Ακολούθησε ο θυελλώδης αγώνας της ΕΟΚΑ το 1955 – 1959, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες. Τελικά, αναγκάστηκε, για να αποτραπεί η διχοτόμηση της Κύπρου, να προσυπογράψει την λύση της εγγυημένης ανεξαρτησίας με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και επέστρεψε θριαμβευτικά στη Κύπρο.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο. Υποψήφιοι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον οποίο υποστήριζε το νεοϊδρυθέν Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο Αναδημιουργίας (ΕΔΜΑ), στο οποίο εντάχθηκαν αρκετοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ο Ιωάννης Κληρίδης (πατέρας του μετέπειτα προέδρου Γλαύκου Κληρίδη), ο οποίος ήταν επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης Κύπρου και υποστήριζε και το ΑΚΕΛ. Ο Μακάριος κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 66,29%.
Το κύρος και η ηθική του επιβολή του είχαν προσδώσει διεθνή ακτινοβολία ακόμα και στον αλλόθρησκο αραβικό κόσμο. Συμμετέχοντας δε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, η διεθνής του αναγνώριση ήταν ακόμη περισσότερο δεδομένη, ενώ ο σεβασμός στο σχήμα του αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνταν..
Η παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1970 επιφύλαξε μία εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη στην κυπριακή κυβέρνηση. Οκτώ προσωπιδοφόροι του παράνομου Εθνικού Μετώπου πραγματοποίησαν επιδρομή στις αποθήκες του μεταλλείου Καλαβασού και πήραν τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών -2.500 ράβδους δυναμίτη, 250 πυροκροτητές, 700 μέτρα ειδικού βραδύκαυστου φυτιλιού. Πρόκειται για την πιο επικίνδυνη επιχείρηση της οργάνωσης αυτής, η δράση της οποίας είχε αποσταθεροποιήσει την κατάσταση στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του 1969.
Η μυστηριώδης και αντιφατική αυτή οργάνωση εμφανίστηκε για πρώτη φορά με προκήρυξή της στις 21 Μαρτίου 1969. Πραγματικός καθοδηγητής της ήταν η ΚΥΠ του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος.
Κατά την αρχιεπισκοπία του Μακαρίου Γ’, οι Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιος, Κυρηνείας Κυπριανός και Κιτίου Άνθιμος, προέβησαν σε εκκλησιαστικό πραξικόπημα. Ο Κιτίου Άνθιμος προοριζόταν για αντικαταστάτης του Μακαρίου από τη χούντα του Παπαδόπουλου. Η τριάδα των ιεραρχών, από τον Μάρτιο του 1972, ζητούσε επίμονα την παραίτηση του Μακαρίου από την προεδρία της Δημοκρατίας, απειλώντας να τον κηρύξουν έκπτωτο από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο. Ακολούθως, με ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο, συγκλήθηκε «Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος» στις 14 Ιουλίου 1973, που αποφάσισε την απομάκρυνση των τριών μητροπολιτών από τούς θρόνους τους λόγω παρασυναγωγής εναντίον του Πρώτου.
Το πραξικόπημα και τούρκικη εισβολή του 1974
Το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄, κατ’ εντολή της Χούντας των Αθηνών, με σκοπό την ανατροπή του Μακαρίου και την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα. Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 8:15 της 15ης Ιουλίου 1974, ενώ ο Μακάριος υποδεχόταν μια σχολική αντιπροσωπία από την Αίγυπτο. Δυο φάλαγγες με άρματα και μονάδες ΛΟΚ επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο και στο φιλομακαριακό Εφεδρικό Αστυνομικό Σώμα, που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου. Ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει και, μέσω του Τρόοδους, κατέληξε στην Πάφο, όπου εξεφώνησε διάγγελμα προς τον λαό, ανακοινώνοντάς του ότι είναι ακόμη ζωντανός.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου.
Στις 3 Αυγούστου 1977 σημειώθηκε μια ανυπολόγιστης έκτασης απώλεια για τον ελληνισμό: ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, απεβίωσε έπειτα από καρδιακή προσβολή. Η κοίμησή του συνέβη σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή, όταν συζητείτο η πιθανή επίλυση του Κυπριακού στη βάση της συμφωνίας που είχε, λίγο πριν, συνάψει με τον Ραούφ Ντενκτάς. Η επίτευξη των αναγκαίων επώδυνων συμβιβασμών έγινε πολύ πιο δύσκολη χωρίς την παρουσία του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της ελληνικής κυπριακής κοινότητας. Επιπλέον, η Κυπριακή Δημοκρατία, χάνοντας τον άνθρωπο που την είχε οδηγήσει στην ανεξαρτησία και την είχε κυβερνήσει από το 1960, καλείτο έξαφνα να υπερβεί τη διακυβέρνηση από έναν εθνικό ηγέτη και να περάσει σε άλλο, πολύ περισσότερο απαιτητικό επίπεδο θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης. Πράγματι, δεν έχει επαρκώς τονιστεί στη βιβλιογραφία και στη δημόσια συζήτηση πόσο μεγάλο ήταν το επίτευγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που κατάφερε, υπό το βάρος τέτοιας απώλειας και του τρομακτικού πλήγματος της εισβολής και της κατοχής, να συγκροτήσει ένα πλήρως λειτουργικό πολιτικό σύστημα, μια υποδειγματική δυτική δημοκρατία, ικανή να προσχωρήσει, αργότερα, στην Ε.Ε.