Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Η περίοδος που διανύουμε αυτή την εποχή είναι η περίοδος της σποράς των αγρών. Και με την ευκαιρία αυτή διαβάζεται κάθε χρόνο στην Εκκλησία η παραβολή του Σπορέως, την οποία ακούσαμε την προηγούμενη Κυριακή. Σύμφωνα με την παραβολή αυτή, η σχέση του Θεού με τους ανθρώπους που Τον πιστεύουν προβάλλεται μέσα από ένα αγροτικό-καλλιεργητικό τρίπτυχο, στο οποίο διακρίνουμε καθαρά τους τρεις συντελεστές του: τον Θεό ως Σπορέα, τον λόγο Του ως Σπόρο και τους αποδέκτες αυτού ως καλλιεργήσιμο έδαφος. Συγκρίνοντας τους δικούς μας αγρούς με τον «αγρό» του Θεού πρέπει κατ’ αρχάς να επισημάνουμε μια πολύ σπουδαία διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς: Τους δικούς μας συμβατικούς αγρούς τούς σπέρνουμε, συνήθως, μόνο μια φορά τον χρόνο. Αντιθέτως τον «αγρό» του Θεού τον «σπέρνουμε» κάθε μέρα, κάθε στιγμή που υπάρχει ανάγκη να ρίξει ο Θεός των «σπόρο» Του σε αυτόν διά των λειτουργών Του ή εκείνων που Τον υπηρετούν. Εξ άλλου, όπως όλοι γνωρίζουμε εμπειρικά, ο σπόρος είναι η βάση κάθε καλλιέργειας και κατ’ επέκταση της εσοδειάς που περιμένουμε από αυτήν. Επομένως ό,τι καλλιεργούμε και τελικά εσοδεύουμε είναι αποτέλεσμα της σποράς μας. Μάς το λέει άλλωστε και η γνωστή παροιμία που εφιστά την προσοχή μας στην σπορά, αφού μάς διαβεβαιώνει ότι θερίζουμε εκείνο ακριβώς που σπέρνουμε. Η σημασία της σποράς μάς υποχρεώνει όλους όσους ασχολούμαστε με την σπορά, είτε την υλική στους αγρούς μας είτε την πνευματική στο «γεώργιον» του Χριστού, να ελέγχουμε όχι μόνο την «σπορά» με ό,τι καθορίζει την αποτελεσματικότητά της, αλλά και την εξέλιξη αυτής, ώστε κατά την πρόοδο της καλλιέργειας να γίνονται οι ενδεδειγμένες παρεμβάσεις στον σχετικό αγρό. Ο γεωργός, όταν σπέρνει το χωράφι του δεν φροντίζει μόνο να ρίξει σωστά τον σπόρο μέσα σε αυτό, για να μη χαθεί ούτε ένας κόκκος του και μετά παρατάει την σπορά στην τύχη της και εξαφανίζεται. Η καλή σπορά δεν καθορίζεται μόνον από το πώς και πού ρίχνει τον σπόρο μέσα στο χωράφι, εκείνος που θέλει να το καλλιεργήσει. Ο χαρακτήρας του γεωργού, αν είναι δηλ. καλός ή κακός γεωργός, δεν προκύπτει μόνον από το πώς σπέρνει το χωράφι του, αλλά και από την συμπεριφορά του μετά την σπορά μέσα σε αυτό. Ο καλός γεωργός δεν αφήνει ποτέ την σπορά στην τύχη της. Βρίσκεται καθημερινά στο χωράφι, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της σποράς. Έτσι, μόλις φυτρώσει ο σπόρος, έγνοια του είναι πρωτίστως τα ζιζάνια, που συνήθως φυτρώνουν μαζί με τον σπόρο και απειλούν να πνίξουν την φύτρα του, αν τα αφήσει να παραμείνουν στην θέση τους. Η ενασχόληση με τα ζιζάνια δεν εξαντλεί την φροντίδα που πρέπει να δείξει ο σπορέας στην καλλιέργειά του. Είναι και πολλά άλλα πράγματα που πρέπει να κάνει ακόμη, όπως είναι το λίπασμα, το πότισμα, το φρεζάρισμα κλπ. της φυτείας.
Τα τονίζω όλα αυτά, διότι την Παραβολή του Σπορέως την ερμηνεύουμε συνήθως στενά: Ασχολούμαστε μόνο με τις συνθήκες της «σποράς» και παραλείπουμε όλα τα άλλα παρελκόμενα αυτής, ενώ το πνεύμα της Παραβολής καλύπτει την καλλιέργεια στο σύνολό της, από την σπορά μέχρι την εσοδειά. Τί ωφελεί να φροντίσεις να ρίξεις σωστά τον «σπόρο» σε γόνιμο «έδαφος», όπως μάς υποδεικνύει η Παραβολή, όταν απουσιάζεις από την «σπορά» και δεν είσαι εκεί, για να «ποτίσεις» την «φύτρα» του «σπόρου», που σου δείχνει ότι «διψάει»; Εάν παρατηρήσουμε όσα συμβαίνουν ιδίως στο «γεώργιον» του Χριστού, θα διαπιστώσουμε ότι πολλά προβλήματα που παρουσιάζει δεν σχετίζονται πρωτίστως με την ποιότητα της «σποράς», αλλά με τις συνθήκες που διαμορφώνονται μετά από αυτήν. Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα κατηχητικά σχολεία της Εκκλησίας γίνεται συστηματική προσπάθεια «σποράς» του λόγου του Θεού. Και υπάρχουν πολλοί άξιοι και έντιμοι κατηχητές, όπως βεβαίως και πολλά από τα παιδιά που παρακολουθούν τα σχολεία αυτά, τα οποία συνιστούν «γόνιμο έδαφος», σύμφωνα με την Παραβολή του Σπορέως, για να «καλλιεργηθεί» στις αγνές ψυχές τους ο λόγος του Θεού. Τί γίνεται όμως, όταν ο «σπόρος» που έπεσε σε αυτές τις ψυχές, μόλις «φυτρώσει», συναντήσει κάποια «ζιζάνια» κατά την ανάπτυξή του; Σε αυτή την περίπτωση αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της καλλιεργητικής φροντίδας του «σπορέως», για την οποία ομιλήσαμε πιο πάνω: Θα σπεύσει ασφαλώς να ξερριζώσει τα «ζιζάνια», για να μη «πνίξουν» την «φύτρα» του «σπόρου». Αυτό είναι κατανοητό και αναμενόμενο. Πώς αντιμετωπίζεται όμως η περίπτωση, κατά την οποία ο ίδιος ο «σπορέας» μετατρέπεται σε «ζιζάνιο», που δεν απειλεί απλώς να «πνίξει» τον «σπόρο», αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι θα το επιτύχει; Μπορούμε να φαντασθούμε εδώ την περίπτωση του κατηχητή-ιερέως, ο οποίος παρενοχλεί σεξουαλικώς ένα από τα παιδιά – αγόρι ή κορίτσι δεν έχει σημασία – που παρακολουθούν το κατηχητικό σχολείο και συνιστούν, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν πιο πάνω, εξαιρετικά γόνιμο «έδαφος» για την «σπορά» του λόγου του Θεού. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λογικώς αναμενόμενη απάντηση ότι η Εκκλησία πρέπει να απομακρύνει άμεσα τον εκμαυλιστή-ιερέα από τον χώρο του κατηγητικού και από κάθε επαφή του με τα πνευματικά του τέκνα, ενεργοποιώντας παράλληλα την εκκλησιαστική-πειθαρχική του δίωξη, δεν αποκαθιστά την ζημιά που έχει γίνει στο «γεώργιον» του Χριστού. Όχι μόνον από την απώλεια του συγκεκριμένου «σπόρου», που θα απομακρυνθεί προφανώς από το «γεώργιον», αλλά και από την αρνητική στάση που θα τηρούν εφεξής οι γονείς των παιδιών – όχι μόνον εκείνων που παρακολουθούν ήδη το κατηχητικό σχολείο, αλλά και των άλλων που θα ήθελαν να φοιτήσουν τα παιδιά τους σε αυτό – απέναντι στα συντελούμενα μέσα σε αυτόν τον πολύ σπουδαίο πνευματικό «αγρό».
Την εκτροπή ης Εκκλησίας από την εξαιρετικά σπουδαία καλλιεργητική αποστολή της στο «γεώργιον» του Χριστού και την ενασχόλησή της με αλλότρια πράγματα κοσμικού χαρακτήρα αποδοκιμάζει το «ποίμνιο» της, την άποψη του οποίου καταγράφουν εσχάτως αλλεπάλληλες αρνητικές δημοσκοπήσεις, που κατατάσσουν σήμερα την Εκκλησία στις τελευταίες θέσεις δημοφιλίας μεταξύ των διαφόρων κορυφαίων θεσμών της ελληνικής κοινωνίας! Αυτή που θα έπρεπε να ήταν περίοπτος «λύχνος» για όλους μας, όπως ήταν παλιότερα, υποβαθμίζεται σε «σκοτεινό κελάρι», στο οποίο αποφεύγουν οι πολίτες να εισέλθουν για τον φόβο του «σκότους» που θα συναντήσουν σε αυτό.Τις αγιασμένες μορφές, που σίγουρα υπάρχουν στην Εκκλησία και λειτουργούν ως πνευματικά «κεριά» μέσα στο σκοτάδι, λίγοι τις σκέπτονται. Στην ψυχή των πολλών κυριαρχεί ο φόβος του «σκότους», που εκτείνεται πέρα από τα πνευματικά «κεριά». Το μεγάλο στοίχημα, που πρέπει να κερδίσει οπωσήποτε σήμερα η Εκκλησία είναι η ανάκτηση της χαμένης της αίγλης και της αξιοπιστίας της. Και για να το επιτύχει, πρέπει να αλλάξει πολλά μέσα στους κόλπους της. Πρωτίστως πρέπει να γίνει περισσότερο πνευματική-λειτουργική και να φροντίσει να πετάξει από επάνω της το κοσμικό «ένδυμα» που φοράει σήμερα και την αλλοτριώνει. Έχει ανθρώπους, που μπορούν να την βοηθήσουν στο έργο της αυτό. Αρκεί να τους αναζητήσει και να τους αναδείξει στα αξιώματα που τους αξίζουν.