Μπορεί να τελεσθεί το μυστήριο του Βαπτίσματος χωρίς Κολυμβήθρα; Μπορεί να τελεσθεί το Βάπτισμα εκτός Ιερού Ναού; Υπάρχει δυνατότητα και τρόπος να τελεσθεί η Βάπτιση σε παράλια θαλασσών, ή σε όχθες λιμνών και ποταμών. Τι διασώζει η Παράδοση της Εκκλησίας;
Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται αρκετά Βαπτίσματα (1), για τα οποία όμως, δεν υπάρχει σαφής τελετουργική περιγραφή, αφού την εποχή συγγραφής της Καινής Διαθήκης, ενυπάρχει στη συνείδηση της Εκκλησίας η τακτική απόκρυψης των μυστηρίων, επειδή δεν επιτρεπόταν να γνωρίζουν τα μυστήρια άνθρωποι μη μυημένοι και για να μην γίνουν αντικείμενο λοιδορίας από μη χριστιανούς.
Συναντάμε έτσι μια πρώιμη μορφή απόκρυψης τελέσεως των μυστηρίων, της πειθαρχίας του απορρήτου, της Disciplina Arkana (2). Διαπιστώνουμε, όμως, στη βαπτισματική πρακτική της Καινής Διαθήκης, ότι απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη του στοιχείου του ύδατος (3). Το Βάπτισμα γινόταν όπου υπήρχε νερό, «ένθα ύδωρ εστί» (4). Από τις οκτώ βαπτισματικές αναφορές στις Πράξεις των Αποστόλων, μόνον σε μία μπορούμε να υποθέσουμε ότι ενδεχομένως το Βάπτισμα να τελέσθηκε σε ποταμό (5). Συνεπώς, στις Πράξεις των Αποστόλων δεν υπάρχει σαφής περιγραφή περί του τελετουργικού και του τόπου των Βαπτίσεων. Μπορεί να υπονοηθεί το θαλάσσιο ύδωρ, ή των ποταμών και των λιμνών, αλλά αυτό δεν αποκλείει τη χρήση ύδατος σε δεξαμενή, πηγή ή κολυμβήθρα.
Είναι σαφές ότι ο Χριστός βαπτίσθηκε σε ποταμό, στον Ιορδάνη (6). Ο Χριστός όμως δεν προτρέπει στο βάπτισμα του Ιωάννου, αλλά στο Βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος (7), στο Βάπτισμα της Εκκλησίας, το οποίο είναι ανώτερο τόσο από το ιουδαϊκό βάπτισμα, όσο και από εκείνο του Ιωάννου (8). Αυτό δηλώνεται από τον ίδιο τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στο κήρυγμά του: «εγώ μεν ύδατι βαπτίζω υμάς… αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι A γίῳ καί πυρί» (9). Γι αυτό, όταν μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου ανέφεραν στον Απόστολο Παύλο ότι είχαν βαπτισθεί στο βάπτισμα του Ιωάννου, εκείνος τους βάπτισε ξανά, αυτή τη φορά με το Βάπτισμα στο όνομα του Χριστού (10). Το βάπτισμα του Ιωάννου είναι τύπος και προοίμιο του Βαπτίσματος της Εκκλησίας. Οι πιστοί δεν βαπτιζόμαστε πλέον στο βάπτισμα του Ιωάννου, αλλά στο Βάπτισμα της Εκκλησίας. Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει είδη βαπτισμάτων, αλλά ένα Βάπτισμα: «Εις Κύριος, μία πίστις, εν Βάπτισμα » (11).
Η πρώιμη Εκκλησία, από πολύ νωρίς και προφανώς για να αποσυνδέσει το Χριστιανικό από το ιουδαϊκό βάπτισμα (12) και από το βάπτισμα του Προδρόμου (13), προσπάθησε, ίσως, να διαφοροποιήσει όσο ήταν δυνατόν την πρακτική και την αντίληψη περί του Βαπτίσματος. Ήδη, στις Αποστολικές Διαταγές διασώζεται τελετουργικό Απόταξης από τους ιουδαϊκούς ραντισμούς και καθαρμούς (14). Η θεραπεία του Ναιμάν η οποία πραγματοποιήθηκε μετά από το βάπτισμα στον Ιορδάνη (15), θα μπορούσε να παραλληλιστεί (16) με τη θεραπεία του Τυφλού από τον Χριστό σε κολυμβήθρα (17), ή με τη θεραπεία του παραλύτου δίπλα στην κολυμβήθρα Βηθεσδά (18). Η μετατόπιση του ιαματικού βαπτίσματος από ποταμό σε κολυμβήθρα, η οποία παρατηρείται στις διηγήσεις της Καινής Διαθήκης, ενδεχομένως να υπαινίσσεται μια απόπειρα αποσύνδεσης του Χριστιανικού Βαπτίσματος από το ιουδαϊκό της Παλαιάς Διαθήκης. ‘Αλλωστε, «ο όρος βάπτισμα αποτελεί λεκτική πρωτοτυπία τής Καινής Διαθήκης, από την οποία κληροδοτείται στη μεταγενέστερη εκκλησιαστική γραμματεία » (19) για να σηματοδοτήσει έτσι τη διαφορετικότητα. Τα χριστιανικά ιαματικά βαπτίσματα επιτελούνται σε κολυμβήθρες. Μπορεί κάποιες βαπτισματικές πράξεις να τελούνται σε ποταμούς, όμως ο τρόπος βαπτίσεων σε ποταμούς δεν ήταν δυνατόν να γενικευθεί (20).
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το χριστιανικό Βάπτισμα δεν διαφοροποιήθηκε μόνο από το ιουδαϊκό, αλλά και από άλλους θρησκευτικούς καθαρμούς της θρησκευτικής πανσπερμίας της εποχής εκείνης (21). Η υπόθεση ότι, το χριστιανικό Βάπτισμα δέχθηκε κάποιες επιδράσεις στην πρακτική του από άλλους θρησκευτικούς καθαρμούς (22), δεν αναιρεί το γεγονός της ανάγκης διαφοροποιήσεώς του από αυτούς, ως προς τον τρόπο, αλλά και ως προς τον τόπο. Οτιδήποτε είναι ειδωλολατρικό, είναι και δαιμονικό (23) Συνεπώς, ήταν επιτακτική η διαφοροποίηση και η αποστασιοποίηση από τους ραντισμούς του θρησκευτικού παγανισμού (24).
Παράλληλα με τη διαφοροποίηση του χριστιανικού Βαπτίσματος από το ιουδαϊκό και από τους υπόλοιπους θρησκευτικούς καθαρμούς, προέβαλε επιτακτική και η ανάγκη σαφούς διαχωρισμού του Βαπτίσματος της Εκκλησίας από το βάπτισμα των αιρετικών (25). Αυτός είναι ο λόγος που σε πολλά Βαπτιστήρια Σύμβολα των πρώτων χριστιανικών αιώνων, αποτυπώνεται έντονα ο αντιαιρετικός χαρακτήρας και καθορίζεται η σύνταξη με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικοί είναι οι Αποστολικοί Κανόνες 49ος και 50ος (26) και οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων (27), που διακρίνονται από σαφή αντιαιρετικό χαρακτήρα και συνιστούν αποστροφή από αιρετικές μορφές βαπτίσεως. Το ίδιο συναντάμε και σε κείμενα πατέρων και συγγραφέων, όπως στο Μέγα Αθανάσιο (28) και σε άλλους (29). Αποτέλεσμα του διαχωρισμού του χριστιανικού Βαπτίσματος από τους υπόλοιπους θρησκευτικούς καθαρμούς και τα ιουδαϊκά και αιρετικά βαπτίσματα, ήταν η ξεχωριστή πρακτική τελέσεως του μυστηρίου (30).
Μια άλλη παράμετρος είναι ότι, η Βάπτιση δεν ετελείτο αυτοτελώς, αλλά συνδεόταν με τη Θεία Λειτουργία (31). Βάπτισμα, Χρίσμα και Θεία Ευχαριστία « συνανήκουν » (32). ‘Αλλωστε, έχει αποδειχθεί, ότι η σύνδεση Βαπτίσματος και Θείας Ευχαριστίας είναι αποστολική πρακτική (33). Έχει υποστηριχθεί ότι η παράθεση τραπέζης η οποία αναφέρεται μετά τις Βαπτίσεις του Παύλου (34) και του δεσμοφύλακα (35), υπονοεί την Ευχαριστιακή Τράπεζα (36). Η σύνδεση Βαπτίσεως και Θείας Ευχαριστίας αποτυπώνεται σε έναν βαπτισματικό ύμνο της Α’ Επιστολής Πέτρου (37), στην Α’ Επιστολή Ιωάννου όπου γίνεται λόγος περί ενότητος «ύδατος και αίματος» (38) και σε μια ευχή υπέρ των βαπτιζομένων η οποία διασώζεται στις Αποστολικές Διαταγές (39). Μέσα από αυτά τα κείμενα ανακαλύπτουμε τα πρώτα ίχνη συνδέσεως Βαπτίσματος και Θείας Ευχαριστίας (40). Οι μαρτυρίες του 3ου αιώνος είναι σαφείς. Στα κλημέντια συγγράμματα (41) αναφέρεται η τέλεση Θείας Ευχαριστίας αμέσως μετά το Βάπτισμα (42). Η πρακτική αυτή αποκρυσταλλώνεται τον 4ο αιώνα (43). Μαρτυρίες του 4ου αιώνος μας πληροφορούν ότι οι Βαπτίσεις στην πλειοψηφία τους τελούνταν κατά τη νύκτα του Πάσχα μαζί με την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία (44). Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων διασώζει πολλές λεπτομέρειες για τη σύνδεση Βαπτίσεως και Θείας Λειτουργίας (45). Τον 6ο αιώνα είναι πλέον δεδομένη αυτή η πρακτική, σύμφωνα με το Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας (46). Συνεπώς, από πολύ νωρίς, το Βάπτισμα συνδέθηκε με τη Θεία Ευχαριστία. Αυτή η σύνδεση διήρκησε για πολλούς αιώνες, σίγουρα έως τον 12ο αιώνα (47), οπότε και άρχισε μια σταδιακή ανεξαρτητοποίηση, η οποία ολοκληρώθηκε τον 15ο αιώνα (48).
Ποια είναι η βαπτισματική πρακτική και που ετελούντο τα Βαπτίσματα κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες;
Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, ένα έργο αρκετά πρώιμο, του 2ου αιώνος (49), περιέχει οδηγίες περί της πρακτικής του Βαπτίσματος. Μεταξύ άλλων πληροφοριών, περιλαμβάνεται η αναφορά στο υλικό στοιχείο στο οποίο γινόταν η Βάπτιση. Το κείμενο ορίζει: «ούτω βαπτίσατε… εν ύδατι ζώντι. Καν δε μη έχεις ύδωρ ζων, εις άλλο ύδωρ βάπτισον» (50). Το ιδανικό υλικό για το Βάπτισμα, σύμφωνα με τη Διδαχή, είναι το «ζων ύδωρ». Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει «ύδωρ ζων», επιτρέπεται η χρήση άλλου ύδατος. Αξίζει να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τι μπορεί να σημαίνει και τι υπονοείται με τη φράση: «εν ύδατι ζώντι». Τι είναι το ύδωρ το «ζων»; Τι σημαίνει ζωντανό νερό; Εάν ανατρέξουμε σε ερμηνείες του συγκεκριμένου χωρίου θα διαπιστώσουμε ότι στις περισσότερες ερμηνεύεται ως το τρεχούμενο νερό, ύδατι ρέοντι, μη θερμό (51). Αυτή η ερμηνεία έχει οδηγήσει στην εκδοχή ότι οι βαπτίσεις γινόταν σε ποταμούς και ρυάκια, εκεί που υπάρχει τρεχούμενο νερό. Είναι, όμως, απόλυτα ορθή αυτή η ερμηνεία;
Κατά την ελληνιστική περίοδο, το τρεχούμενο νερό αποδιδόταν με τη φράση «νηρόν ύδωρ» και μετεξελίχθηκε από τους βυζαντινούς σε «νεαρόν ύδωρ». Με αυτές τις φράσεις εννοούσαν το τρεχούμενο νερό το οποίο ήταν καθαρότερο από αυτό των δεξαμενών και στερνών. Να επισημάνουμε ότι η φράση «ύδωρ ζων» ως ύδωρ καθαρό και πόσιμο, δεν συναντάται να προσδιορίζει το θαλάσσιο ύδωρ. Αυτό μας οδηγεί στην εκδοχή αποκλεισμού του θαλασσίου ύδατος από τη βαπτισματική πρακτική. Γιατί, όμως, η Διδαχή δεν χρησιμοποιεί τον όρο «νηρόν», ρέον, τρεχούμενο, αλλά τον όρο « ζων »; Μήπως θέλει να υπονοήσει κάτι διαφορετικό από το «τρεχούμενο»; Αφού την εποχή εκείνη προβάλλει έντονη η ανάγκη αποσυνδέσεως του χριστιανικού Βαπτίσματος από το ιουδαϊκό σε ποταμούς, γιατί το κείμενο να προωθεί την τέλεση της Βαπτίσεως σε ποταμούς με τρεχούμενο ύδωρ; Γιατί φαίνεται να υιοθετεί την ιουδαϊκή πρακτική; Γιατί να δεχθούμε αβίαστα την ερμηνεία αυτή, ως τρεχούμενο νερό; Μήπως, λοιπόν, δεν είναι έτσι, αλλά θα πρέπει να ανατρέξουμε σε διαφορετική ερμηνεία της φράσεως;
Όμοια φράση για τελετουργική πρακτική συναντάμε στο Λευιτικό. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «εις αγγείον οστράκινον εφ’ ύδατι ζώντι» (52) , Σε ζωντανό νερό που βρίσκεται μέσα σε αγγείο. Το ύδωρ αποκαλείται « ζων », όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ροής, αλλά και κατά την αποθήκευσή του σε αγγείο (53). Έτσι ερμηνεύεται στο Λευιτικό. Δεν είναι λοιπόν «ζων ύδωρ» μόνο το τρεχούμενο. Τι μας εμποδίζει να αποδώσουμε και στη φράση της Διδαχής την ίδια ερμηνεία; Εάν ληφθεί υπ’ όψιν η μεταγενέστερη μαρτυρία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι το καθαγιασμένο ύδωρ το οποίο προοριζόταν για τις βαπτίσεις το ελάμβαναν οι πιστοί και το εναπέθεταν στις οικίες τους, «άπαντες υδρευσάμενοι οίκαδε τα νάματα αποτίθενται» (54) , τότε η φράση εννοεί το πόσιμο ύδωρ, το νερό υδρεύσεως το οποίο αποθηκεύεται. Οπότε, αφού δεν προϋποτίθεται ροή του ύδατος κατά την ώρα της Βαπτίσεως, τι είναι αυτό που θα επέβαλε την τέλεση σε ρυάκια, ποταμούς και θάλασσες; Διαπιστώνουμε ότι η φράση «ύδωρ ζων» δεν προσδιορίζει μόνο το τρεχούμενο νερό εν κινήσει, « δεν είναι απλώς ένας τεχνικός όρος πού δηλώνει τό τρεχούμενο νερό σέ διάκριση από το στάσιμο νερό» (55). Συνεπώς, η φράση «ύδωρ ζων» ερμηνεύεται ως το φρέσκο νερό το οποίο είχε αντληθεί σε συγκεκριμένο σκεύος και όχι απαραίτητα το τρεχούμενο. ‘Αλλωστε, η έννοια «ύδωρ ζων», δεν αποκόπηκε από το βαπτισματικό ύδωρ όταν οι βαπτίσεις ετελούντο στα βαπτιστήρια ήδη σε πρώιμη εποχή (56).
Εκτός από την ανωτέρω ερμηνευτική απόπειρα, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε και την θεολογική εκδοχή του όρου «ύδωρ ζων», η οποία ενδεχομένως να μας βοηθήσει στην ανακάλυψη στοιχείων της βαπτισματικής πρακτικής. Ο Χριστός στη συνομιλία του με τη Σαμαρείτισα (57), αποκαλύπτει ότι έχει το «ύδωρ το ζων» (58) το οποίο είναι το ‘Αγιον Πνεύμα (59). Μήπως, λοιπόν, η φράση «ύδωρ ζων», στη Διδαχή, να υπονοεί μια μορφή επικλήσεως στο ‘Αγιον Πνεύμα; Μια πρώιμη τακτική καθαγιασμού του βαπτισματικού ύδατος; Μήπως με τη φράση «ύδωρ ζών» εννοείται το καθαγιασμένο ύδωρ; Οι πενιχρές πηγές και οι ελάχιστες μαρτυρίες της πρώιμης χριστιανικής εποχής είναι αυστηρά φειδωλές και δεν παρέχουν λεπτομερείς περιγραφές για το βαπτισματικό τυπικό. Ελπίζω κάποτε η έρευνα να απαντήσει στον προβληματισμό αυτό.
Αξίζει να παρατηρηθεί στο κείμενο της Διδαχής η χρήση εναλλαγής ενικού και πληθυντικού αριθμού. Στην περίπτωση της κανονικής πρακτικής, « εν ύδατι ζώντι», το κείμενο χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό: «βαπτίσατε». Όταν όμως ορίζει την κατ’ οικονομίαν πρακτική, την περίπτωση ανάγκης ελλείψει ζώντος ύδατος, τότε απευθύνεται σε ενικό αριθμό: « μη έχεις… βάπτισον». Ποιός ο σκοπός αυτής της εναλλαγής; Θα προβώ σε μια προσπάθεια ερμηνευτικής εικασίας. Το «βαπτίσατε» απευθύνεται σε σύνολο πιστών, σε εκκλησιαστική κοινότητα, στην Εκκλησία. Επειδή όμως το Βάπτισμα ανάγκης τελείται από έναν πιστό, σε αυτή την περίπτωση το κείμενο χρησιμοποιεί ενικό αριθμό. Εάν θα θέλαμε να αποδώσουμε ένα κατά προσέγγιση ερμηνευτικό νόημα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, η Βάπτιση, η οποία τελείται στην Εκκλησία, απαιτεί τον καθαγιασμό ύδατος. Διαφορετικά, σε περίπτωση ανάγκης θα μπορεί ένας πιστός (εξ’ ου και ο ενικός αριθμός) να τελεί το Βάπτισμα σε οποιοδήποτε άλλο ύδωρ κι ας μην είναι καθαγιασμένο.
Για την αποειδωλοποίηση της ύλης και τον αγιασμό της, από τον 2ο αιώνα, «υπεισέρχεται σταδιακά στη Λατρεία ό καθαγιασμός της ύλης») (60). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση καθαγιαστικών ευχών (61) για τον αγιασμό, όχι γενικευμένου, αλλά συγκεκριμένου ύδατος, προφανώς περιορισμένο σε δεξαμενή ή κολυμβήθρα. Έχουμε αρκετές ενδείξεις ότι η φράση «ύδωρ ζών» υπονοεί το καθαγιασμένο ύδωρ. Λίγο αργότερα, στις αρχές του 3ου αιώνα, μαρτυρείται στην Αποστολική Παράδοση (62) εμφανώς ο καθαγιασμός ύδατος: «εύχονται εν πρώτοις επί του ύδατος» (63). Οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων διασώζουν μια σύντομη καθαγιαστική ευχή του βαπτισματικού ύδατος: «Κάτιδες εξ ουρανού και αγίασον το ύδωρ τούτο, δος δε χάριν και δύναμιν, ώστε τον βαπτιζόμενον κατ’ εντολήν του Χριστού σου αυτώ συσταυρωθήναι και συναποθανείν και συνταφήναι και συναναστήναι εις υιοθεσίαν την εν αυτώ, τω νεκρωθήναι μεν τη αμαρτία, ζήσαι δε τη δικαιοσύνη » (64). Σοφά, λοιπόν, υποστηρίζεται ότι ο καθαγιασμός του ύδατος είναι πράξη πολύ παλαιά (65). Το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιείται στη βάπτιση «προηγιασμένο» βαπτισματικό ύδωρ και δεν προστίθεται για τον καθαγιασμό περισσότερης ποσότητος (66) δηλώνει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση Βαπτίσεως τον καθαγιασμό ύδατος, μια αρχαία πρακτική της Εκκλησίας που διασώζεται έως και σήμερα.
Τα βαπτίσματα ετελούντο στις όχθες ποταμών ή θαλασσών;
Οι μαρτυρίες από τον 3ο αιώνα και εφεξής είναι εντυπωσιακές, αφού δεν αναφέρουν ούτε ποταμούς, ούτε θάλασσες, αλλά κατονομάζουν ξεκάθαρα τους χώρους βαπτισμάτων ως «Κολυμβήθρες» και αυτές εντός του Ναού (67). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, ενδείξεις και ψήγματα για χρήση κολυμβήθρας διασώζονται στα αρχαιότερα στρώματα της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Ο όρος «Κολυμβήθρα» δήλωνε τον ιδιαίτερο χώρο μέσα στον Ναό όπου βρισκόταν η κολυμβήθρα, συνήθως σταθερή και κτιστή, το λεγόμενο Βαπτιστήριο ή Φωτιστήριο (68), η ύπαρξη του οποίου μαρτυρείται ήδη από τον 3ο αιώνα (69). Μια μαρτυρία του 3ου αιώνος, η οποία αποδίδεται στον Ιππόλυτο Ρώμης, αναφέρεται στην «της κολυμβήθρας αναγέννησιν » (70). Βαπτιστήρια (71) έχουν καταγραφεί από τη Χριστιανική Αρχαιολογία και κάποια πολύ μεταγενέστερα έχουν διασωθεί έως και σήμερα. Έτσι, από τον 3ο αιώνα παγιώνεται η χρήση Κολυμβήθρας στη βαπτισματική πρακτική της Εκκλησίας. Η φορητή Κολυμβήθρα είναι διάδοχος της παλαιότερης σταθερής Κολυμβήθρας του Βαπτιστηρίου (72). Να επισημανθεί ότι, η σύνδεση του Βαπτίσματος με τη Θεία Ευχαριστία, η οποία προαναφέρθηκε, ανέδειξε ως προφανή χώρο τελέσεως τον Ιερό Ναό και το Βαπτιστήριο. Για τη σύνδεση Θείας Λειτουργίας και Κολυμβήθρας μας πληροφορεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (73).
Οι Αποστολικές Διαταγές μας διασώζουν την πρακτική του 4ου αιώνος (74), ότι το Βάπτισμα τελείται « εν τη εκκλησία» (75) , εννοώντας τον Ιερό Ναό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιγράφει ξεκάθαρα ότι οι βαπτίσεις γινόταν «επί την κολυμβήθραν των αγίων υδάτων» (76) και μάλιστα χαρακτηρίζει την κολυμβήθρα ανώτερη από τον Παράδεισο (77). Το Βάπτισμα, το χαρακτηρίζει «λουτρόν το δια των βαλανείων» (78) , και τελούμενο «εις την των υδάτων κολυμβήθραν» (79) , «εις την κολυμβήθραν των θείων ναμάτων» (80). Μάλιστα υποστηρίζει ότι τα ύδατα της Κολυμβήθρας όσο περισσότερους δέχονται, τόσο καθαρότερα γίνονται (81). Ο άγιος Κύριλλος !εροσολύμων απευθυνόμενος στους νεοφωτίστους, τοις «αναβεβηκόσιν από της κολυμβήθρας των ιερών ναμάτων» (82) , εξηγεί: «επί την αγίαν του θείου Βαπτίσματος εχειραγωγείσθε κολυμβήθραν» (83) την οποία διακρίνει σαφώς από τους καθημερινούς λουτήρες (84). Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρεται στις «της πνευματικής κολυμβήθρας ωδίνες» (85) και χαρακτηρίζει την Κολυμβήθρα ως μήτρα που αναπλάσει τον άνθρωπο (86) Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ερμηνεύοντας θεολογικά τη βαπτισματική πρακτική, συγκρίνει την Κολυμβήθρα της Εκκλησίας με εκείνη της Βηθεσδά και αναφέρει χαρακτηριστικά: «ουκ είχες άνθρωπον ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλλη σε εις τήν κολυμβήθραν· σήμερον εύρες άνθρωπον, τον αυτόν και Θεόν» (87). Ο Δίδυμος ο Τυφλός περιγράφει την Κολυμβήθρα ως μητέρα (88), την κατονομάζει ως «νέα κολυμβήθρα » (89) και αναφέρεται στο καθαγιασμένο ύδωρ: «του ευλογηθέντος ύδατος της κολυμβήθρας » (90). Το Περί της Εκκλησιαστικής !εραρχίας το οποίο αποτυπώνει την πρακτική του Βαπτίσματος κατά τους αιώνες 5 ο και 6 ο, αναφέρει ότι ο Επίσκοπος έρχεται στην Κολυμβήθρα και καθαγιάζει το ύδωρ (91).
Ο ιερός Ναός, ως ο κατεξοχήν χώρος τελέσεως των Βαπτισμάτων ορίζεται από τις Συνόδους και τους Κανόνες. Η Βάπτιση δεν επιτρέπεται να τελείται εκτός ιερού Ναού, ακόμη, ούτε και στους «ευκτήριους οίκους » (92), σύμφωνα με την Πενθέκτη Σύνοδο (93) και τη Σύνοδο της Καρθαγένης (419) (94). Μόνο με τη γνώμη του Επισκόπου επιτρέπεται η τέλεση του Βαπτίσματος σε « ευκτήρια » που βρίσκονται μέσα σε σπίτια, σύμφωνα με την Πενθέκτη (95) και την Πρωτοδευτέρα Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (861), όπου η απόφαση βασίζεται στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (96).
Αξίζει να αναφερθεί ότι, σε κατακόμβη η οποία χρονολογείται τον 5ο αιώνα (97) και στο Ναό της Santa Maria Foris Portas του Castelseprio του 6ου αιώνος (98), μαρτυρείται η ύπαρξη τοιχογραφίας της γεννήσεως του Χριστού στην οποία ιστορείται σε λεπτομέρεια το πρώτο λουτρό του Χριστού σε κολυμβήθρα. Να σημειωθεί παρενθετικά ότι, έως τον 4ο αιώνα οι εορτές Χριστουγέννων και Βαπτίσεως του Χριστού συνυπήρχαν και συνεορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου (99). Έχουν εγερθεί αντιρρήσεις για την ιστόρηση του λουτρού του Χριστού (100), επειδή υποστηρίχθηκε ότι είναι επίδραση από τα ψευδεπίγραφα. Παράλληλα όμως, μήπως η ιστόρηση του λουτρού του Χριστού να είναι κατάλοιπο από τον συνεορτασμό Χριστουγέννων και Βαπτίσεως; Μήπως η ιστόρηση του λουτρού να υπονοεί τη Βάπτιση του Χριστού; Και εάν το λουτρό παραπέμπει σε βαπτίσεις, γιατί να μην εικονίζεται σε ποτάμι ή σε ρυάκι, αλλά σε κολυμβήθρα; Μήπως τελικώς η ύπαρξη Κολυμβήθρας στην εικόνα των Χριστουγέννων να αποτυπώνει τη βαπτισματική πρακτική κατά την ημέρα των Θεοφανείων; Να δηλώνει ότι τα Βαπτίσματα ετελούντο, όχι σε ποτάμια και θάλασσες, αλλά σε Κολυμβήθρα;
Συναντάμε μαρτυρίες για βάπτισμα στη θάλασσα;
Υπάρχει μια αναφορά σε κείμενο του 4ου αιώνος το οποίο αποδίδεται στον Δίδυμο τον Τυφλό. Εκεί, ο Δίδυμος αναφέρει ότι υπάρχει η δυνατότητα να τελεσθεί Βάπτισμα στη θάλασσα. Πότε όμως; Αξίζει να παραθέσουμε το ίδιο το κείμενο. Αναφέρει ότι το Βάπτισμα μπορεί να γίνει «αδιακρίτως, παντί ύδατι, και εν θαλάττη δε…. », μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε ύδωρ και στη θάλασσα. Πότε όμως; Κι εδώ επικεντρώνεται το ενδιαφέρον μας: «ανάγκης καταλαβούσης βάπτισμα γίνεται» (101 ). Βάπτισμα στη θάλασσα γίνεται μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Η μαρτυρία αυτή επιλύει την απορία και ξεκαθαρίζει τον προβληματισμό μας. Η Βάπτιση σε θάλασσα τελείται μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Η κανονική τέλεση απαιτεί αποκλειστικά Κολυμβήθρα και Ιερό Ναό.
Η Βαπτισματική Ακολουθία όπως καταγράφεται στα εν χρήσει σύγχρονα Ευχολόγια (102), στα βασικά της σημεία είναι η ίδια με εκείνη του 8ου αιώνος, σύμφωνα με τον Βαρβερινό κώδικα (103) και το χειρόγραφο ευχολόγιο του Μεγάλου Σπηλαίου (104). Από τότε παρέμεινε σχεδόν ανεπηρέαστη (105), σύμφωνα με τους ερευνητές λειτουργιολόγους. Σε όλες τις βαπτισματικές ακολουθίες ορίζεται ότι, η Βάπτιση τελείται σε Κολυμβήθρα και δεν παρέχονται περιθώρια Βαπτίσεως σε άλλο χώρο εκτός Κολυμβήθρας (106). Χαρακτηριστικές μάλιστα, είναι οι ευχές που προϋποθέτουν Κολυμβήθρα, όπως η δεύτερη ευχή της Απολούσεως: « ο διά της κολυμβήθρας την ουράνιον έλλαμψιν τοις βαπτιζομένοις παρέχων» και η δεύτερη ευχή της Τριχοκουρίας: «ο εκ του πληρώματος της κολυμβήθρας διά της σης αγαθότητος αγιάσας τους εις σε πιστεύοντας » (107). Πώς γίνεται να συνδυαστεί η ανάγνωση αυτών των ευχών χωρίς την ύπαρξη Κολυμβήθρας; Συνεπώς, η ακολουθία όπως είναι καταγεγραμμένη και διατυπωμένη, προϋποθέτει Κολυμβήθρα και όχι οποιοδήποτε άλλο υδάτινο χώρο (108).
Για το Βάπτισμα των ενηλίκων έχει επισημανθεί ως βασική προϋπόθεση, η βύθιση ολόκληρου του σώματος τελείως γυμνού. Η πρακτική αυτή επιβάλλει την ύπαρξη Βαπτιστηρίου και Κολυμβήθρας. Η τέλεση σε ποτάμια και λίμνες με το ανθρώπινο σώμα μερικώς καλυμμένο, χαρακτηρίζεται ως κατ’ οικονομίαν πρακτική εξ αιτίας ελλείψεως Βαπτιστηρίων (109). Η θάλασσα και οι ποταμοί επιλέγονται ως λύσεις ανάγκης για να αποφευχθεί η χρήση βαρελιών και σκαφιδίων που μερικές φορές γίνονται αιτία να διαπομπεύεται το μυστήριο (110). Όμως, οι λύσεις ανάγκης δεν συνιστούν την ορθή πράξη (111). Για την κάλυψη των βαπτισματικών αναγκών προβάλλει επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας Βαπτιστηρίων σε Ναούς (112). Έχει υποστηριχθεί πολύ σοφά ότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει πρόβλεψη και σχεδιασμός για δημιουργία Βαπτιστηρίου όταν κτίζονται σήμερα μεγάλοι και μνημειώδεις Ναοί (113).
Μετά από όσα εκθέσαμε, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σκέψεις μας στα ακόλουθα:
α. Στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται σαφώς η τέλεση Βαπτίσεως σε ποτάμια ή θάλασσες. Δεν αποκλείεται αυτή η πρακτική, αλλά αυτό δεν αναιρεί την τέλεση σε οποιοδήποτε σημείο συλλογής ύδατος, δεξαμενή, κολυμβήθρα, βρύση. Οι διηγήσεις υπονοούν και την χρήση Κολυμβήθρας.
β. Το Βάπτισμα της Εκκλησίας είναι ανώτερο από αυτό του Προδρόμου, πολύ περισσότερο από τα ιουδαϊκά και από τους υπόλοιπους θρησκευτικούς καθαρμούς. Γι αυτό, το χριστιανικό Βάπτισμα αποσυνδέεται πολύ νωρίς από τα υπόλοιπα βαπτίσματα και περιορίζεται σε χριστιανικούς χώρους, τα Βαπτιστήρια.
γ. Η σαφής αντίθεση του Χριστιανισμού με τον ειδωλολατρικό κόσμο, οδηγεί στην πρακτική καθαγιασμού συγκεκριμένου ύδατος, περιορισμένου σε συγκεκριμένο σκεύος ή χώρο για την Βάπτιση.
δ. Ο σαφής διαχωρισμός του Βαπτίσματος της Εκκλησίας από αυτά των αιρετικών, οδηγεί την Εκκλησία στην τακτική περιφρούρησης του Βαπτίσματος.
ε. Το Βάπτισμα συνδεόταν με τη Θεία Ευχαριστία, μια πρακτική η οποία διήρκησε για πολλούς αιώνες και συνέπεια αυτής ήταν η τέλεση στο Βαπτιστήριο του Ιερού Ναού απαραιτήτως.
στ. Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων ορίζει το είδος του ύδατος στο οποίο τελείται η βάπτιση. Ερμηνεύοντας τη φράση της Διδαχής: «ύδωρ ζων», παραθέσαμε την υπόθεση ότι ενδεχομένως να υπονοεί το καθαγιασμένο ύδωρ της Κολυμβήθρας.
ζ. Η ύπαρξη Βαπτιστηρίου στους Ιερούς Ναούς και η Κολυμβήθρα, μαρτυρείται από πολύ νωρίς, ήδη από τον 3ο αιώνα.
η. Οι Ιεροί Κανόνες ορίζουν ότι το Βάπτισμα τελείται εντός του Ιερού Ναού και όχι σε άλλους χώρους.
θ. Εικονογραφικές παραστάσεις της γεννήσεως του Χριστού των πρώτων αιώνων υπαινίσσονται τη βαπτισματική πρακτική σε Κολυμβήθρα.
ι. Η χρήση της θάλασσας για Βάπτιση επιλέγεται μόνο σε περίπτωση ανάγκης.
ια. Η σημερινή τυπική διάταξη και οι ευχές της Βαπτίσεως δεν αφήνουν περιθώρια για τέλεση σε χώρο εκτός κολυμβήθρας.
ιβ. Αφού είναι επιβεβλημένη η χρήση Κολυμβήθρας από την Εκκλησιαστική Παράδοση, επιβάλλεται η ύπαρξη βαπτιστηρίων χώρων στους ιερούς Ναούς για την τέλεση των Βαπτίσεων, ιδιαιτέρως των ενηλίκων.
Όπως διαπιστώθηκε η τέλεση της Βαπτίσεως σε θάλασσα δεν έχει ερείσματα στην Εκκλησιαστική Παράδοση. Προϋπόθεση για το ορθόδοξο χριστιανικό Βάπτισμα είναι η χρήση Κολυμβήθρας και τέλεση εντός του ιερού Ναού. Διαφοροποίηση αυτής της πρακτικής παρατηρείται σε χρόνους σκλαβιάς, σε τόπους ξενιτείας, όπου η βάπτιση γινόταν σε οικίες (114). Αλλά αυτή ήταν αναγκαία πρακτική κάτω από συγκεκριμένες εμπερίστατες καταστάσεις.
Σήμερα είναι διαφορετικά τα κίνητρα επιλογής της θαλάσσης, αλλά σίγουρα δεν έχουμε ενδείξεις ότι είναι πνευματικά. Αντιθέτως, η Βάπτιση σε ποταμούς και θάλασσες υποστηρίζεται και προωθείται από κάποιες αιρετικές ομάδες. Γιατί να μιμηθούμε την αιρετική πρακτική ως κανονική πράξη αφού η Εκκλησία αιώνες τώρα έχει αποστασιοποιηθεί από αυτή; Η Εκκλησία στη Λατρευτική της Παράδοση χρησιμοποιεί το Βαπτιστήριο και την Κολυμβήθρα. ‘Αλλωστε, η τυπική διάταξη της Βαπτίσεως αναφέρει ύπαρξη Κολυμβήθρας και τέλεση εντός του ιερού Ναού. Υπάρχει στα ευχολόγια τυπική διάταξη τελέσεως της Βαπτίσεως σε θάλασσα; Γιατί λοιπόν, το τελετουργικό της Βαπτίσεως, το οποίο προϋποθέτει Κολυμβήθρα να μετατοπίζεται στη θάλασσα; Οποιαδήποτε διαφοροποίηση από τα παραδεδομένα στα ευχολόγια, δεν ενδείκνυται.
Ίσως κάποιοι προτρέξουν να παραπέμψουν σε τρόπους Βαπτίσεων της ιεραποστολής. Η Εκκλησία έχει θεσπίσει Βαπτίσματα ανάγκης (115), όπως το δια ραντισμού, το αεροβάπτισμα (αν και αμφισβητείται αυτό ως βάπτισμα ανάγκης (116), έτσι και Βάπτισμα σε ποταμούς και θάλασσες, αλλά μόνο για λόγους ανάγκης και Εκκλησιαστικής Οικονομίας. Ίσως εγερθεί η ένσταση: Θα σταθούμε στον τύπο και στην τυπικότητα; Θα εμποδιστούμε από το φαίνεσθαι και τη μορφή; Έχει υποστηριχθεί ότι η «διχοτόμηση μεταξύ μορφής καί ουσίας στά μυστήρια… άλλαξε καί φτώχυνε βαθιά τήν ιδέα τής ιδιας τής ούσίας» (117). Το γεγονός, να υπάρχει ιερός Ναός και Κολυμβήθρα, και αντί αυτού να επιλέγεται η τέλεση σε όχθες, παραλίες και πισίνες, αυτό είναι περιφρόνηση του ιερού Ναού, απομάκρυνση από την λατρευτική διάταξη και Παράδοση, εκκοσμίκευση της Λατρείας, ανάδευση με αιρετικές πρακτικές, αποϊεροποίηση του μυστηρίου και απομυστηριοποίηση του βαπτίσματος, χάριν μιας θεατροποιήσεως και δραματοποιήσεως η οποία δελεάζει τους σύγχρονους ακατήχητους και αμύητους «πιστούς».
Στις ημέρες μας και σε τόπους που υπάρχουν !εροί Ναοί, οι Βαπτίσεις οφείλουν να τελούνται εντός του ιερού Ναού και όχι στο προαύλιο ή στη θάλασσα. Να τελούνται εντός της Κολυμβήθρας, κινητής ή σταθερής και άνευ κοσμικών, ή και ενίοτε κωμικοτραγικών διακοσμήσεων οι οποίες υποβιβάζουν το μυστήριο σε εκκοσμικευμένη διασκέδαση και σε εντυπωσιακό θέαμα (118). Η Βάπτιση στη θάλασσα και όλες οι εκκοσμικευμένες διακοσμήσεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι «όχι μόνο δεν γνωρίζουμε και δεν σεβόμαστε τήν παράδοση… αλλά έχουμε και το ασεβές θράσος νά δημοσιεύουμε φωτογραφίες με τα λειτουργικά μας κατορθώματα» (119). Το ζητούμενο είναι η επιστροφή στο λειτουργικό ήθος της Βαπτίσεως (120). «Να επανεύρουμε το Βάπτισμα – το νόημά του, τη δύναμή του, την αληθινή του εγκυρότητα» (121). Η βάπτιση δεν εντυπωσιάζει, αλλά συγκλονίζει. Εάν η βάπτιση ως ένδυση του ανθρώπου με τον ίδιο τον Χριστό (122) δεν συγκλονίζει, τότε κάτι βασικό απουσιάζει για να προβούμε στην τέλεσή της.
Πρωτοπρ. Νεκτάριος Μαρκάκης
Πηγή: apostoliki-diakonia.gr
Φωτογραφία: vasada.gr
Διαβάστε επίσης:Η φοβερή προφητεία της Γερόντισσας της Αττικής για το Αιγαίο: Ετοιμαστείτε θα κοκκινήσει η θάλασσα