Ο Μοναχός όταν του άνοιξε τον γνώρισε, αλλά τον δέχθηκε στο κελλί του σαν απλό στρατιώτη. Όταν μπήκε ο βασιλιάς στο κελλί του, ο Γέροντας έκανε μία προσευχή και κάθησε.
Γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς ζούνε οι Πατέρες στην Αίγυπτο και ο Γέροντας του απάντησε: «Όλοι εύχονται για την σωτηρία σου».
Μετά αφού σηκώθηκε έβρεξε άρτους [πιθανόν παξιμάδια], έβαλε και λίγο λάδι και αλάτι και είπε στον βασιλέα: «φάγε λίγο».
Ο Βασιλιάς, αφού έφαγε, ήπιε και νερό, ρώτησε τον Γέροντα: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ»;
Και ο Γέροντας αποκρίθηκε: «Ο Θεός σε ξέρει».
Μετά είπε εκείνος: «Εγώ είμαι ο βασιλιάς Θεοδόσιος».
Όταν το άκουσε αυτό ο Γέροντας αμέσως τον προσκύνησε.
Του λέει πάλιν ο αυτοκράτορας: «Μακάριοι είσαστε εσείς οι Μοναχοί, καθότι είσαστε απαλλαγμένοι από τις φροντίδες της ζωής. Και μάλιστα σου ομολογώ, ότι, παρ’ όλο που γεννήθηκα μέσα στο παλάτι, ουδέποτε έφαγα άρτον ούτε ήπια με τέτοια ηδονή και ευχαρίστηση απ’ ότι έφαγα και ήπια σήμερον».
Από τότε άρχισε ο βασιλεύς να τιμά τον Όσιο Γέροντα, αλλά αυτός αποφεύγοντας τις τιμές των ανθρώπων ανεχώρησε και πάλιν στην Αίγυπτο.
Η μνήμη του αγίου αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Νέου ή μικρού τιμάται στις 29 Ιουλίου.
Διασκευή από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μήνας Ιούλιος, τόμος ζ’.
Διασκευή, επιμέλεια Στέλιου Κούκου/ Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος