Ο Κύριος «είδε άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ». Αμέσως ο Ματθαίος ακολούθησε τον Κύριο. «Και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία…» Έπειτα ο Ματθαίος κάλεσε τον Χριστό στο σπίτι του και του έκανε τραπέζι. «Και ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού». Στο τραπέζι αυτό έλαβαν μέρος πολλοί φίλοι, γνωστοί και συνάδελφοι τρόπον τινά του Ματθαίου, που κάθισαν στο τραπέζι με τον Χριστό και τους μαθητάς του.
Οι Φαρισαίοι βλέποντας αυτό είπαν στους μαθητάς: «Διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;» Γιατί ο διδάσκαλός σας κάθεται και τρώγει με τους τελώνες – οι τελώνες ήταν οι πιο αμαρτωλοί των αμαρτωλών – και με τους αμαρτωλούς; Άκουσε ο Χριστός που ρωτούσαν τους μαθητάς του και είπε: «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες». Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό εκείνοι που είναι καλά στην υγεία. Οι άρρωστοι έχουν ανάγκη. Και επίσης είπε ο Χριστός: «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Δεν ήλθα να καλέσω τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.
Βέβαια, τα λόγια αυτά του Χριστού καταρχήν φαίνεται να σημαίνουν ότι αυτοί που είναι καλά, δεν έχουν ανάγκη από γιατρό και επομένως δεν χρειάζονται τον γιατρό, και ο γιατρός θα φροντίσει αυτούς που είναι άρρωστοι. Αυτοί που είναι δίκαιοι, αυτοί που είναι καλοί, δεν έχουν ανάγκη σωτηρίας. Έχουν ανάγκη σωτηρίας οι αμαρτωλοί. Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως να σημαίνουν τα λόγια του Κυρίου. Όμως αυτά τα λόγια σημαίνουν, και κυρίως αυτό σημαίνουν, ότι ο Χριστός πλησιάζει και σώζει εκείνους που πιστεύουν ότι έχουν ανάγκη σωτηρίας. Εκείνους που νομίζουν ότι δεν έχουν ανάγκη σωτηρίας, δεν τους πλησιάζει. Γι’ αυτούς δεν ενδιαφέρεται.
Παρακαλώ, να το προσέξουμε αυτό το σημείο, να προσέξουμε αυτή τη διαφορά. Γιατί φοβούμαι ότι όλοι λίγο-πολύ εμπίπτουμε κάπως σ’ αυτή την περίπτωση. Ενώ είμαστε χριστιανοί τόσα χρόνια και ενώ έχουμε αδυναμίες και πάθη και αρρώστια μέσα στην ψυχή μας, ο κύριος λόγος που ακόμη ο Κύριος δεν μας θεράπευσε είναι ότι, αν και πιστεύουμε στον Χριστό και όλο γύρω από τον Χριστό είμαστε, όλο κοντά στον Χριστό είμαστε, όλο και αναφερόμαστε στον Χριστό, όλο και έχουμε κάποια σχέση με τον Χριστό, κατά βάθος πηγαίνουμε στον Χριστό με μια κάποια αυτάρκεια. Δεν πηγαίνουμε στον Χριστό ως αμαρτωλοί και ως άρρωστοι που έχουμε ανάγκη να μας γιατρέψει, που έχουμε ανάγκη να μας θεραπεύσει και να μας σώσει.
Επιτρέψτε μου να πω – είμαι σε θέση να γνωρίζω – ότι λίγοι χριστιανοί, πολύ λίγοι, δεν έχουν αυτή την αυτάρκεια. Πολύ λίγοι χριστιανοί αισθάνονται ότι είναι αμαρτωλοί και ταπεινώνονται ενώπιον του Θεού, ζητούν το έλεός του, τη Χάρη Του, θεωρούν τον εαυτό τους τελευταίο όλων και ελπίζουν στο έλεος του Θεού, και ο Χριστός τους επισκέπτεται και τους γιατρεύει. Πολύ λίγοι είναι αυτοί.
Οι πολλοί μπορεί να λένε γενικώς ότι είναι αμαρτωλοί, αλλά βαθύτερα όμως όλο και δικαιώνουν τον εαυτό τους. Και όταν ακόμη προσπαθούν ν’ αποκτήσουν μια κάποια αρετή, και όταν ακόμη προσπαθούν να κάνουν κάποια πράγματα που λέει το Ευαγγέλιο, και τότε όλο αυτό το κάνουν, για να μπορούν να αισθάνονται δίκαιοι, για να μπορούν να αισθάνονται δικαιωμένοι, για να μην αισθάνονται ότι έχουν ανάγκη του Χριστού.
Άμα είσαι αμαρτωλός και το δέχεσαι αυτό και το ομολογείς και παίρνεις όμως αυτή τη στάση ενώπιον του Θεού και εν μέσω των ανθρώπων και δεν νομίζεις πως κάποιος είσαι, για σένα ήλθε ο Χριστός και μ’ εσένα θ’ ασχοληθεί και δεν θα σ’ αφήσει, εωσότου σε θεραπεύσει. Και φυσικά, μετά θα είναι συνέχεια μαζί σου. Αν όμως, όσο χριστιανός κι αν είσαι, όσα καλά πράγματα κι αν κάνεις, αυτοδικαιώνεσαι και νομίζεις πως κάτι είσαι και δεν ταπεινώνεσαι και δεν βλέπεις τις αμαρτίες σου και δεν ομολογείς τις αμαρτίες σου, τότε δεν θ’ ασχοληθεί μαζί σου ο Χριστός. Θα σ’ αφήσει στην άκρη. Γιατί εσύ ο ίδιος είσαι που βγάζεις τον εαυτό σου από τη φροντίδα του Χριστού. Ο Χριστός ενδιαφέρεται για τους αμαρτωλούς. Εσύ τάχα δεν είσαι αμαρτωλός και δεν κάνεις τον αμαρτωλό. Είσαι και παραείσαι, αλλά δεν θέλεις να το αναγνωρίσεις, δεν θέλεις να το πεις. Θα σ’ αφήσει λοιπόν.
Γι’ αυτό πολλοί είναι εγκαταλελειμμένοι, σαν να μην τους προσέχει ο Χριστός καθόλου, γιατί δεν το θέλουν οι ίδιοι. Η όλη στάση τους είναι τέτοια. Ενώ, μόλις αρχίσει ο άνθρωπος να συνειδητοποιεί την αμαρτία του και να την ομολογεί και, όπως είπαμε, να παίρνει αυτή τη στάση ενώπιον του Θεού και όλες οι ενέργειές του να είναι ανάλογες, αμέσως-αμέσως ο Θεός ανταποκρίνεται. Αμέσως ο Κύριος έρχεται ως ιατρός, για να θεραπεύσει αυτόν τον αμαρτωλό, για να θεραπεύσει αυτόν τον άρρωστο.
Να παρακαλέσουμε, αδελφοί μου, τον απόστολο Ματθαίο, που ξέρει απ’ αυτά, να πρεσβεύσει για μας να μας φωτίσει ο Θεός, να μας βοηθήσει, ώστε επιτέλους, αφού είμαστε που είμαστε αμαρτωλοί, να το ομολογήσουμε αυτό, να το συνειδητοποιήσουμε, να το καταλάβουμε, να το νιώσουμε και να καλέσουμε τον Κύριο, να προσκαλέσουμε τον Κύριο, να μας θεραπεύσει. Και ο Κύριος ο οποίος είπε με το ίδιο του το στόμα ότι ήλθε, για να καλέσει όχι τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, θα μας θεραπεύσει.
Είθε, αγαπητοί μου, σ’ όλους μας να γίνει έτσι. Δηλαδή όλοι να δεχθούμε τη θεραπεία από τον Χριστό, όλοι να σωθούμε και να αγιάσουμε.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 193.