Ο γερο-Σάββας καταγόταν από την Καισάρεια. Νεότερος είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στην όλη εξέλιξη της μονής. Τώρα ήταν απόμαχος και περνούσε ήσυχα τα τελευταία του χρόνια σ’ ένα Κάθισμα, έξω από το μοναστήρι. Όταν τον πλησίαζες, δοκίμαζες κατάπληξη από την απέραντη μνήμη του. Μπορούσε να διηγείται, μεταξύ άλλων, με κάθε λεπτομέρεια παλιές μοναστηριακές ιστορίες, σαν να είχαν γίνει χθες.
Αλλά ήταν, ίσως από τα γηρατειά, αρκετά ιδιότροπος κι έπρεπε να διαθέτει κανείς κεφάλαια υπομονής για να τον υπηρετήσει. Υπομονή ακόμα χρειαζόταν στις προγραμματισμένες δοκιμασίες ή φαινομενικά σκληρές αντιμετωπίσεις, που κατεργάζονται τον δόκιμο μοναχό στην ψυχή και στο σώμα. Οι παλιοί πεπειραμένοι πατέρες στο Άγιον Όρος γυμνάζουν τους νέους με ένταση, αλλά και με αγάπη. Το προσωπείο πρέπει να εξαφανισθεί εκεί, οι εγωισμοί να λείψουν, το θέλημα να ξεριζωθεί, τα εξογκώματα να ισοπεδωθούν. Και η ψυχή να βγει απλή, καθαρή, νικήτρια, όπως ένας αιματόβρεκτος μάρτυρας… Ο δρόμος του υποτακτικού είναι η απάρνηση και ο σταυρός. Θα περάσει από εκεί για να φθάσει στη δόξα, στην πραγματική ελευθερία…
Ο δόκιμος, λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή της μονής, θα φρόντιζε το γερο-Σάββα στο κάθε τι. Θα καθάριζε το Κάθισμα, θα ετοίμαζε το φαγητό, θα έπλενε τα ρούχα. Αλλά δεν ήσαν μόνο αυτά. Έπρεπε να σηκώνει με καρτερία κάθε παρατήρηση, δίκαιη ή άδικη.
Σ’ όλες αυτές τις δυσκολίες έδειξε διαγωγή άψογη. Όταν ο γερο-Σάββας, χωρίς να υπάρχει λόγος, τον μάλωνε με τη βαριά ανατολίτικη προφορά του, ανακατεύοντας τα ελληνικά με τα τούρκικα, εκείνος έσκυβε ταπεινά και έλεγε συντετριμμένα: «Ευλόγησον, γέροντα».
Ένα Σάββατο καθάριζε ο Δημήτρης το εκκλησάκι του Καθίσματος. Ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Τρύφωνα, πολύ κομψό και στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Αφού έπλυνε με επιμέλεια τα μάρμαρα και τα έκανε να λάμπουν, το επισκέφθηκε ο γερο-Σάββας. Έβγαλε από την τσέπη του ένα λευκό μαντήλι, σκούπισε μ’ αυτό το πάτωμα για να μαζέψει τάχα τη σκόνη και βρήκε έτσι αφορμή για να ταπεινώσει τον δόκιμό του.
– Ναλέτ ολσούν (να λείπει) τέτοιο καθάρισμα. Καθαριότης είναι αυτή; Δεν βλέπεις που μαυρίζει το μαντήλι; Δεν λένε τα βιβλία «Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου»;
Έτσι δοκιμαζόταν ο υποψήφιος μοναχός, αλλά δεν έπαυε ποτέ να ακτινοβολεί από ταπείνωση, πραότητα και αγάπη. Για όλες του αυτές τις αρετές ο γερο-Σάββας τον εξετίμησε βαθειά κι όταν αργότερα τον αποχωριζόταν, γιατί άλλαζε διακόνημα, δεν εδίστασε να του ζητήσει συγγνώμη για την συμπεριφορά του!
Η δεύτερη υπηρεσία, που του ανέθεσε το μοναστήρι, ήταν σε κάποιο άλλο Κάθισμα, όπου έμεναν δύο Βούλγαροι μοναχοί. Είχαν το διακόνημα του «μουτάφη», έφτιαχναν δηλαδή ντορβάδες και άλλα τρίχινα είδη. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι έτυχε να είναι αρκετά αυστηροί. Και όμως ήταν στύλος υπακοής ακλόνητος. Και τα στραβά τα έβλεπε ίσια. Κάθε Παρασκευή βράδυ π.χ. συνήθιζαν να προσεύχονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων με το κομποσχοίνι. Όταν, μία τέτοια φορά, ήρθε η σειρά του δοκίμου, εκείνος έκανε τη δέηση σωστά, βάζοντας το αντικείμενο στην αιτιατική τού πληθυντικού.
– Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τους δούλους σου.
Μα οι Βούλγαροι του έβαλαν τις φωνές:
– Βρε αγράμματε(!), δεν λένε «τους δούλους σου» αλλά «των δούλων σου».
– Νάναι ευλογημένο, γεροντάδες, των δούλων σου θα λέω απ’ εδώ και πέρα, απάντησε το γνήσιο τέκνο της υπακοής.
Από το βιβλίο: Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές 4. Δανιήλ Κατουνακιώτης. Έκδοση 11η. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 18.