Στα χρόνια των λυσσασμένων Βανδάλων πολλοί τόποι της Ιταλίας ερημώθηκαν, τα μέρη μάλιστα της Καμπανίας έμειναν εντελώς ακατοίκητα. Πολλοί λοιπόν που αιχμαλωτίστηκαν από αυτούς μεταφέρθηκαν στην Αφρική. Ο Παυλίνος, ο επίσκοπος της Νώλας, όλα όσα είχε για τις ανάγκες της επισκοπής, τα μοίρασε στους αιχμαλώτους και σε όσους είχαν ανάγκη. Όταν πλέον δεν του είχε μείνει απολύτως τίποτε, ήρθε μια χήρα και του είπε ότι ο γιος της οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία από τον γαμπρό του βασιλιά των Βανδάλων. Ζητούσε λοιπόν από τον άνθρωπο του Θεού να της δώσει τα λύτρα, μήπως καταδεχτεί να τα πάρει ο κύριος του γιου της και να τον αφήσει ελεύθερο.
Ο σεβάσμιος επίσκοπος έψαξε με πολλή βιασύνη και προθυμία να βρει κάτι να της δώσει. Καθώς όμως δεν βρήκε τίποτε, της είπε: «Καλή μου γυναίκα, δεν έχω κάτι να σου δώσω, σου δίνω όμως τον εαυτό μου για δούλο σου, ώστε να πάρεις πίσω τον γιο σου και να δώσεις εμένα δούλο στη θέση του». Εκείνη, ακούγοντάς το αυτό από το στόμα τέτοιου ανθρώπου, το θεώρησε εμπαιγμό και όχι συμπάθεια, αυτός όμως, καθώς ήταν μορφωμένος και εύστροφος, συμβούλεψε τη δύσπιστη γυναίκα να πιστέψει ότι είναι αλήθεια αυτό που της είπε και να μη δειλιάσει να τον παραδώσει στη δουλεία, προκειμένου να απελευθερώσει τον γιο της.
Πήγαν λοιπόν και οι δύο στην Αφρική, και όταν συνάντησαν τον γαμπρό του βασιλιά, τον πλησίασε η χήρα και τον παρακαλούσε να της δώσει τον γιο της. Ο βάρβαρος εκείνος άνθρωπος, γεμάτος αλαζονεία, όχι μόνο να το κάνει, αλλά ούτε να το ακούσει δεν καταδέχτηκε. Η χήρα επέμενε και πρόσθεσε: «Δες, σου δίνω στη θέση του αυτόν τον άνθρωπο, μόνο σπλαχνίσου με και δώσε μου τον μονάκριβο γιο μου». Εκείνος τότε τον κοίταξε γελαστός και τον ρώτησε ποια τέχνη γνωρίζει. Ο άνθρωπος του Θεού του αποκρίθηκε: «Τέχνη δεν γνωρίζω καμία, ξέρω όμως να περιποιούμαι καλά τον κήπο». Εκείνος, όταν το άκουσε αυτό, ευχαριστήθηκε πολύ, τον κράτησε λοιπόν δούλο και έδωσε στη γυναίκα τον γιο της, που τον πήρε και έφυγε από την Αφρική, ενώ ο Παυλίνος ανέλαβε τη φροντίδα της περιποίησης του κήπου.
Ο κύριός του λοιπόν πήγαινε συχνά στον κήπο και συζητούσε διάφορα με τον κηπουρό του. Όταν διαπίστωσε ότι είναι σοφός, άφησε όλους τους οικιακούς και τους φίλους του και συναναστρεφόταν συνεχώς με αυτόν, απολαμβάνοντας τα λόγια του. Ο Παυλίνος, πάλι, πήγαινε καθημερινά στο τραπέζι του κυρίου του αρωματικά χόρτα και άλλα ευωδιαστά κηπουρικά, έπαιρνε ψωμί και επέστρεφε στη φροντίδα του κήπου.
Αυτό λοιπόν γινόταν για πολύν καιρό, και μια μέρα που συζητούσε με τον κύριό του, ο Παυλίνος του είπε εμπιστευτικά: «Κοίτα τι θα κάνεις, και φρόντισε για το πώς θα κυβερνηθεί το βασίλειο των Βανδάλων, γιατί αυτές τις μέρες ο βασιλιάς οπωσδήποτε θα πεθάνει». Εκείνος, όταν το άκουσε, καθώς ήταν ο πιο αγαπητός του βασιλιά, δεν αδράνησε καθόλου, αλλά του φανέρωσε όλα όσα άκουσε από τον κηπουρό.
Μόλις τα άκουσε ο βασιλιάς, ζήτησε να δει αυτόν τον άνθρωπο, και ο γαμπρός του τού είπε: «Συνηθίζει να μου φέρνει κάθε μέρα αρωματικά χόρτα από τον κήπο για το γεύμα μου. Θα τον προστάξω λοιπόν να τα φέρει στο δικό σου τραπέζι, για να γνωρίσεις ποιος είναι αυτός που τα είπε». Καθώς λοιπόν ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να γευματίσει, μπήκε μέσα ο Παυλίνος κουβαλώντας αρωματικά χόρτα και ευωδιαστά κηπουρικά, προϊόντα του κόπου του. Βλέποντάς τον έτσι ξαφνικά ο βασιλιάς, τρόμαξε· και αφού κάλεσε τον κύριό του, του φανέρωσε το μυστικό που ως τότε του έκρυβε. «Είναι αλήθεια αυτό που άκουσες», του είπε. «Γιατί τη νύχτα που πέρασε είδα σε όραμα άρχοντες να με δικάζουν, και ανάμεσά τους καθόταν και αυτός. Και με απόφασή τους μου αφαιρέθηκε το φραγγέλιο, το οποίο κάποτε μου είχε δοθεί. Ρώτησέ τον λοιπόν ποιος είναι, γιατί εγώ δεν πιστεύω ότι ένας με τέτοιο αξίωμα είναι απλός άνθρωπος του λαού, όπως δείχνει».
Ο γαμπρός του βασιλιά πήρε τότε ιδιαιτέρως τον Παυλίνο και τον ρώτησε ποιος είναι. Ο άνθρωπος του Θεού του αποκρίθηκε: «Είμαι δούλος, που με πήρες στη θέση του γιου της χήρας». Εκείνος όμως τον ρωτούσε επίμονα και τον εξόρκιζε να του πει όχι τι είναι τώρα, αλλά τι ήταν στη χώρα του. Ο άνθρωπος του Θεού λοιπόν ήρθε σε δύσκολη θέση, φοβήθηκε και τους όρκους, και καθώς δεν μπορούσε να τους παραβεί, ομολόγησε ότι είναι επίσκοπος. Όταν το άκουσε εκείνος, φοβήθηκε πάρα πολύ και του φέρθηκε με πολλή ταπεινοφροσύνη. «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις», του είπε, «ώστε να επιστρέψεις στην πατρίδα σου με τα πιο μεγάλα δώρα». Ο άνθρωπος του Θεού του απάντησε: «Αν θέλεις να μου κάνεις κάποιο καλό, ένα πράγμα σου ζητώ, να αφήσεις ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους που είναι από την πόλη μου».
Μόλις διατυπώθηκε το αίτημα, αμέσως άρχισε η έρευνα. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν αναζητήθηκαν οι αιχμάλωτοι αυτοί σε όλη την Αφρική, επιβιβάστηκαν όλοι σε πλοία με τα απαραίτητα εφόδια, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ευλαβέστατος Παυλίνος, και αφέθηκαν ελεύθεροι να ταξιδέψουν μαζί του. Σε σύντομο διάστημα πέθανε και ο βασιλιάς των Βανδάλων, όπως είχε πει προφητικά ο Παυλίνος, και έτσι του αφαιρέθηκε το φραγγέλιο, το οποίο επέτρεπε ο Θεός να κρατά για την παιδαγωγική τιμωρία των πιστών, αλλά και για τη δική του ολοκληρωτική απώλεια.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΛΖ’ a(37). Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.