Ο ακτήμων Φιλάρετος Καρουλιώτης
Ο γερω-Φιλάρετος έφυγε από την Μονή Σταυρονικήτα για την έρημο στις 12 Μαρτίου 1921. Έμεινε για λίγο στην παραλία της Αγίας Άννης και ύστερα πήγε στα Καρούλια χαμηλά κοντά στην θάλασσα. Είχε το κελλάκι του και ένα πολύ μικρό Εκκλησάκι δύο μέτρων, στο οποίο κάποτε, όταν εύρισκε ιερέα, έκανε θεία Λειτουργία.
Ο γερω-Φιλάρετος είχε ακτημοσύνη παντελή. Δεν ήθελε να έχη προμήθειες για δύο μέρες, «γιατί μπορεί να πεθάνω αύριο», έλεγε. Πάντα περπατούσε ξυπόλυτος. Του έδιναν μερικοί παπούτσια, τα φορούσε μία μέρα και ύστερα τα έδινε σε άλλους. Τα ράσα του ήταν παλαιά με πολλά μπαλώματα και τριμμένα αλλά καθαρά.
Είχε και ένα κύπελλο και έλεγε ότι μ’ αυτό κάνει τρεις δουλειές. Πίνει νερό, το χρησιμοποιεί για κουτάλα όταν μαγειρεύη, και για μιστρί όταν κτίζη. Ήταν ακτήμων, πάμπτωχος, ρακενδύτης και ανυπόδητος. Αλλά από την μεγάλη του αγάπη θυσίαζε την ησυχία του και γύριζε στα γειτονικά κελλιά για να μαζεύη ελεημοσύνη ό,τι του έδιναν. Ύστερα πήγαινε στα ανήμπορα γεροντάκια και τα μοίραζε.
Εργόχειρο δεν έκανε. Ασχολείτο με τη νοερά προσευχή. Κομποσχοίνι δεν κρατούσε αλλά έλεγε την ευχή κάνοντας με το δάκτυλό του την κίνηση σαν να κρατούσε κομποσχοίνι. Όλες τις Ακολουθίες τις έκανε λέγοντας την ευχή και το μοναδικό βιβλίο που είχε ήταν ο Αββάς Ισαάκ. Αυτόν είχε μυσταγωγό και δάσκαλό του.
Για περισσότερη ησυχία κατέφευγε κατά καιρούς σε σχισμές βράχων και προσευχόταν επί ώρες και ημέρες. Τον πολεμούσαν δαίμονες που εμφανίζονταν μπροστά του και αυτός τους έδιωχνε με το σημείο του σταυρού απαγγέλλοντας το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού…». Άλλες φορές του έρριχναν πέτρες στην λαμαρινένια σκεπή του και έκαναν θόρυβο μεγάλο, χωρίς να παθαίνη τίποτε η σκεπή.
Είχε μεγάλη απλότητα και τελεία ξενητεία. Δεν ήξερε αν υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο. Δεν ρωτούσε, δεν γνώριζε ανθρώπους παρά μόνο μοναχούς. Πίστευε ότι μόνο αυτός και ο Θεός υπάρχει στον κόσμο.
Έκανε μεγάλες νηστείες. Έτρωγε συνήθως φραγκόσυκα και παξιμάδι. Έβραζε αγριοσέλινα και τα έτρωγε για μία εβδομάδα. Όταν πήγαινε ο Πνευματικός να τον κοινωνήση, έφευγε γρήγορα, γιατί δεν υπέφερε την δυσωδία που ανέδιδαν τα χαλασμένα χόρτα τα οποία έτρωγε ο γερω-Φιλάρετος. Συμβούλευε και τον γερω-Γεδεών που ήταν τότε νέος μοναχός: «Θα τρως τέτοια χόρτα, παιδί μου, και στο τέλος θα τρως λίγο παξιμάδι και θα ζης».
Και ενώ ζούσε τόσο ασκητικά, για μία περίοδο ο γερω-Φιλάρετος δεν κοινωνούσε. Είχε εξομολογηθή στον Πνευματικό ότι την παραμονή έφαγε ροφό και ο Πνευματικός δεν τον άφησε να κοινωνήση.
Ένας διακριτικός Γέροντας κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και ρωτώντας τον γερω-Φιλάρετο βρήκε την άκρη. Ροφό ο γερω-Φιλάρετος έλεγε το σκουληκιασμένο παξιμάδι. Δεν ήξερε ότι ο ροφός είναι ψάρι. Έτσι φαίνεται το άκουσε από κάποιον για αστείο, αυτός το πίστεψε και έλεγε ότι τρώει ροφό.
Είχε τέτοια ευαισθησία και έκανε τόσο καθαρή εξομολόγηση με βαθειά μετάνοια, ώστε μετά από χρόνια θυμήθηκε και εξωμολογήθηκε ότι, όταν ήταν κηπουρός στην Σταυρονικήτα, έκοβε μικρά τα κολοκυθάκια και δεν τ’ άφηνε να μεγαλώσουν. Και αυτό το θεωρούσε αδικία και έκλαιγε απαρηγόρητα.
Ήταν τότε στον Άγιο Πέτρο ένας Γέροντας που πήγαινε και εργαζόταν στην συλλογή των φουντουκιών. Παρακάλεσε τον γερω-Φιλάρετο για ένα διάστημα να μείνη να φυλάη το Κελλί του. Πήγε, κάθησε δυο-τρεις μήνες, αλλά δεν αναπαυόταν και γύρισε στα Καρούλια. Όμως ο Γέροντας του Αγίου Πέτρου του ζητούσε ενοίκιο για τους μήνες που κάθησε εκεί, αν και δεν είχαν συμφωνήσει για ενοίκιο.
Ο γερω-Φιλάρετος δεν είχε να πληρώση, γι’ αυτό στενοχωριόταν και πίστευε ότι φταίει ο ίδιος. Όποιον συναντούσε στον δρόμο του έβαζε μετάνοια λέγοντας: «Ευλόγησον, συγχώρησέ με. Έχασα τα χρόνια της καλογερικής μου, διότι δεν πληρώνω το ενοίκιο που χρωστάω».
Τελικά, όταν το έμαθαν οι άλλοι πατέρες, έκαναν παρατήρηση στον Γέροντα που ζητούσε ενοίκιο από τον ακτήμονα γερω-Φιλάρετο και εκείνος σταμάτησε τις ενοχλήσεις προς τον ανεύθυνο θαυμαστό γέροντα Φιλάρετο.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 57.