Ο ανεξίκακος γέροντας
Ο μακάριος αββάς Ζωσιμάς διηγήθηκε ότι κάποιος γέροντας γειτόνευε με ένα κοινόβιο και ήταν πάρα πολύ καλός και πράος, γι’ αυτό και οι μοναχοί του κοινοβίου τον υπεραγαπούσαν και τον σέβονταν. Κοντά στον γέροντα έμενε και κάποιος άλλος αδελφός.
Μια μέρα που ο γέροντας έλειπε, ο αδελφός, παρακινημένος από τον εχθρό, πήγε, άνοιξε το κελλί του γέροντα, μπήκε μέσα, πήρε όλα τα πράγματα και τα βιβλία του και έφυγε. Μετά από λίγο γύρισε ο γέροντας, βρήκε το κελλί του ανοιχτό, μπήκε μέσα και δεν βρήκε τα πράγματά του. Πήγε τότε να πει στον αδελφό τι του συνέβη. Καθώς στάθηκε έξω από το κελλί του αδελφού και τον φώναξε, είδε τα πράγματά του να βρίσκονται στη μέση του κελλιού, γιατί ο αδελφός δεν τα είχε συμμαζέψει ακόμη. Μη θέλοντας να τον μαλώσει ή να τον ντροπιάσει, προφασίστηκε σωματική ανάγκη, ότι δηλαδή τον ενόχλησε η κοιλιά του, και έφυγε από το κελλί του αδελφού. Έκανε αρκετή ώρα, ώσπου να πάρει τα πράγματα από τη μέση ο αδελφός, και έπειτα γύρισε και άρχισε να λέει στον αδελφό για κάποιο άλλο θέμα, χωρίς διόλου να αναφέρει το κελλί του ή τα πράγματα που έχασε.
Μετά από μερικές μέρες αναγνωρίστηκαν τα πράγματα του γέροντα και μερικοί γνωστοί του έπιασαν τον αδελφό και τον έβαλαν στη φυλακή, χωρίς να το ξέρει ο γέροντας. Όταν αυτός άκουσε ότι ο αδελφός είναι στη φυλακή, χωρίς να ξέρει την αιτία της φυλάκισής του, πήγε στον ηγούμενο του γειτονικού κοινοβίου –στον οποίο, όπως και σε όλους τους αδελφούς, ήταν σεβαστός για την μεγάλη του αρετή, όπως είπαμε– και του είπε: «Δείξε αγάπη και δώσε μου λίγα αυγά και λίγα άσπρα ψωμιά». «Έχεις επισκέπτες, αββά;» τον ρώτησε εκείνος. «Ναι», αποκρίθηκε ο γέροντας, και ο ηγούμενος πρόσταξε και του έδωσαν όσα ήθελε.
Ο γέροντας πήρε τα ψωμιά και τα αυγά και πήγε στη φυλακή, όπου ήταν ο αδελφός, για να τον επισκεφτεί. Εκείνος, βλέποντας τον γέροντα, έτρεξε και έπεσε στα πόδια του λέγοντας: «Συγχώρησέ με· για εσένα είμαι εδώ, επειδή σου έκλεψα τα πράγματα. Να, το βιβλίο σου βρίσκεται στον τάδε, το ρούχο σου στον τάδε» –και συνέχισε λέγοντας για τα υπόλοιπα.
Ο γέροντας του είπε: «Σε διαβεβαιώνω, παιδί μου, ότι δεν ήρθα γι’ αυτά εδώ. Ούτε καν ήξερα ότι για εμένα είσαι εδώ, αλλά άκουσα ότι σε έβαλαν στη φυλακή, χωρίς να μάθω το γιατί. Λυπήθηκα λοιπόν που περνάς δύσκολες στιγμές και ήρθα να σου φέρω κάτι να φας· δες εδώ τα αυγά και τα ψωμιά που σου έφερα. Τώρα όμως που έμαθα ότι για εμένα κρατείσαι εδώ, θα κάνω το παν ώσπου, με τη βοήθεια του Θεού, να σε βγάλω από τη φυλακή».
Πήγε τότε και παρακάλεσε μερικούς από τους ενδόξους του κόσμου –γιατί και σε τέτοιους ήταν γνωστός ο γέροντας για την αρετή του– και εκείνοι έστειλαν και έβγαλαν τον αδελφό από τη φυλακή.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Μ’ (40), σελ. 350. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.