Από μικρός αισθάνθηκε την μοναχική κλήση. Μέχρι να ενηλικιωθή γύρισε ως προσκυνητής πολλά ρωσσικά Μοναστήρια. Κατόπιν πήγε, προσκύνησε στους Αγίους Τόπους και εν συνεχεία ήρθε στο Άγιον Όρος όπου εκάρη μοναχός στο Κελλί Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη με το όνομα Τύχων.
Μετά από πέντε χρόνια επεθύμησε ανώτερη πνευματική ζωή και πήγε για 15 χρόνια στα Καρούλια. Έμενε σε μία σπηλιά, έτρωγε κάθε τρεις μέρες μία φορά και δαπανούσε όλον τον χρόνο του στην προσευχή, στην μελέτη και στις μετάνοιες. Τον καθωδηγούσε ένας σοφός και πρακτικός Γέροντας.
Όταν ασκήτευε στα Καρούλια, γνώρισε δύο μοναχούς που νήστευαν πολύ, έκαναν από χίλιες μετάνοιες και πέθαναν πρόωρα.
Ύστερα ήρθε και έμενε σ’ ένα Σταυρονικητιανό Κελλί της Καψάλας στην υπακοή Γέροντος, τον οποίον γηροκόμησε. Μετά από παροτρύνσεις έγινε Ιερέας και Πνευματικός· έκτισε Εκκλησάκι το οποίο αφιέρωσε στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Κράτησε κάποτε δύο νέους μοναχούς ως υποτακτικούς για ένα οκτάμηνο. Προσπαθούσαν να τον ακολουθούν στο τυπικό του. Τους τόνιζε ότι εδώ στην έρημο που ήρθαμε, πρέπει να δοξολογούμε τον Θεό και όχι να κοιμώμαστε και να τρώμε σαν ζώα. Όλη την εβδομάδα έτρωγαν μία φορά την ημέρα αλάδωτο, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή έβαζε μόνο τρεις κουταλιές της σούπας λάδι στην κατσαρόλα. Έπαιρνε ο καθένας το φαγητό και το έτρωγε στο κελλί του. Έλεγε: «Έχει ευλογία να πάρετε και άλλο φαγητό». Είχε διάκριση και οικονομούσε τα καλογέρια του.
Μετά την αλάδωτη και ασκητική τράπεζα ο παπα-Τύχων περπατούσε ήρεμα γύρω στην περιοχή της καλύβης του και έλεγε εκφώνως την ευχή με ανείκαστο πόθο. Έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του ρυθμικά. Όταν τον ρωτούσαν, «Τι κάνεις, Γέροντα;», απαντούσε: «Αρχίζει η καρδιά να ζεσταίνεται».
Και στον ύπνο του ακόμη δεν διεκόπτετο η ευχή. Μεγάλη κατάσταση. «Εγώ καθεύδω, δια την χρείαν της φύσεως, η δε καρδία μου αγρυπνεί, δια το πλήθος του έρωτος» .
Μιλούσαν πολύ λίγο μεταξύ τους. Κάποτε έκαναν 17 ημέρες να ανταλλάξουν κουβέντα. Μόνο όταν έρχονταν επισκέπτες τους φώναζε να ακούνε και αυτοί την πνευματική συζήτηση και να ωφελούνται.
Όταν πρωτοπήγε να τον επισκεφθή ο γερω-Νεκτάριος ο «Καραμανλής», τον υποδέχθηκε με αγάπη και του παρέθεσε «επίσημη τράπεζα». Πήγε εκείνη την στιγμή και μάζεψε μία χούφτα ελιές από το δένδρο, του έφερε χοντρό αλάτι και σκουληκιασμένο παξιμάδι απ’ το οποίο έτρωγε και ο ίδιος. Ύστερα τον άφησε λέγοντάς του: «Εγκώ τώρα φέλει κάνει προσευχή», και μπήκε στο Κελλί του. Ο επισκέπτης τα έφαγε, γιατί ο ακτήμων ασκητής τα πρόσφερε με αγάπη και απλότητα.
Ο ευλαβέστατος παντοπώλης των Καρυών κ. Θεόδωρος Ταλέας είχε πνευματικό τον παπα-Τύχωνα. Μια φορά που είχε πάει για εξομολόγηση, του είπε ο προηγούμενος επισκέπτης ότι ο παπα-Τύχων του ανέφερε ότι θα έρθει μετά από σένα ο Θόδωρος και θα φέρει αυτά και αυτά τα πράγματα, όπως ακριβώς συνέβησαν.
Τον επισκέφτηκε κάποιος και ο παπα-Τύχων του είπε: «Εσύ, παιδί μου, δεν ήρθες για μένα, αλλά να δης αν έχη η περιοχή αγριογούρουνα».
Έκανε για εργόχειρο εικόνες (Επιταφίους). Μια εικόνα μπορεί να έκανε και δύο χρόνια να την τελειώση. Εργόχειρο στην αρχή έκαναν μία ώρα, ύστερα μισή, μετά το κατήργησε τελείως.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 110.